Λίγο πριν τις 5 απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 η φωτιά που έβαλε ένας ηλικιωμένος για να κάψει ξερά χόρτα, στην περιοχή Νταού Πεντέλης, ξέφυγε από τον έλεγχό του. Το δίωρο που ακολούθησε, καθώς στην περιοχή έπνεαν ισχυρότατοι δυτικοί άνεμοι, ήταν αρκετό για να κατέβει η φωτιά από τις πλαγιές του Πεντελικού όρους, να κατακάψει τα πάντα στην πορεία της και να καταλήξει στη θάλασσα. Μετά τις 6 το απόγευμα, η φωτιά είχε μεταβληθεί σε τραγωδία, τις επόμενες ώρες «η πυρκαγιά στο Μάτι» θα έμενε στην ιστορία ως μία από τις φονικότερες παγκοσμίως.
Έχω έρθει στο Εφετείο να παρακολουθήσω τη δίκη που είναι σε εξέλιξη για το Μάτι. Μία συγκλονιστική δίκη, πολυπρόσωπη και πολύμηνη, μοναδική στην ιστορία μας: 104 νεκροί, 32 εγκαυματίες (στην πραγματικότητα οι εγκαυματίες είναι 56, που νοσηλεύτηκαν από έναν μέχρι δεκαεπτά μήνες, εδώ υπάρχει ένα ερωτηματικό), 204 μάρτυρες κατηγορίας, από τις οικογένειες των θυμάτων και τους επιζώντες, μια δικογραφία δεκάδων χιλιάδων σελίδων και ένα βούλευμα που παραπέμπει σε δίκη 21 κατηγορούμενους, αρμόδιους του κράτους, για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της πρόκλησης σωματικής βλάβης από αμέλεια. Για όσα έγιναν και για όσα δεν έγιναν. Σε μια τέτοια δίκη θα περίμενες να μη βρίσκεις θέση να κάτσεις, όμως ο κόσμος στην αίθουσα είναι λίγος. Τους έχουμε αφήσει μόνους τους, ήδη από την αρχή, κάποιοι μάλιστα τους είπαν ότι φταίνε – είναι οι σκέψεις μου καθώς κάθομαι ανάμεσά τους. Νιώθω μια συστολή απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Τους παρατηρώ. Το ακροατήριο, εκτός από τους δικηγόρους εκατέρωθεν στην αίθουσα, είναι οι περισσότεροι χαροκαμένοι, και θα είναι για όσο ζουν, επιζώντες ενός ολοκαυτώματος. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους, μοιάζουν βουβά.
Φτάνω λίγο μετά τις 9, έχει αρχίσει να καταθέτει ο πρώτος μάρτυρας. Ο κ. Ιωάννης Χαρδαλούπας, κάτοικος Νέας Υόρκης, είχε έρθει εκείνον τον Ιούλιο για διακοπές στο σπίτι των δικών του στο Μάτι. Η φωνή του, όσο αφηγείται τη δική τους ιστορία, σπάει. «Κανένας δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης… Κάποια στιγμή είμαστε με την αδελφή μου στην αυλή, εντελώς τυχαία, πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε για καλό και για κακό φύγετε. Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο αυτοκίνητο με τη μητέρα μου, ξεκίνησα με το δικό μου και εκείνες ακολούθησαν από πίσω. Ο δρόμος προς τη λεωφόρο Μαραθώνος ήταν απροσπέλαστος από τις φλόγες. Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι». Κάποια στιγμή από τον πολύ καπνό τις έχασε και ξαναγύρισε να δει τι συνέβη, τις πρόλαβε η φωτιά. Είδε το αυτοκίνητό τους να τυλίγεται στις φλόγες.
«Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο, ήταν καμένες. Βγήκα στη Μαραθώνος για να πάω στο κέντρο υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της αστυνομίας και μου είπαν να πάω μέσα από το Μάτι. Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι… Βγήκα πάλι στη λεωφόρο Μαραθώνος στο αντίθετο ρεύμα με μεγάλη ταχύτητα και πήγαμε αρκετά χιλιόμετρα έτσι… σαν σκηνή από ταινία να προσπαθώ να αποφεύγω τα αυτοκίνητα που έρχονταν. Αφού δεν πεθάναμε στη φωτιά, θα σκοτωθούμε στο δρόμο, θυμάμαι να λέει η μητέρα μου. Όταν φτάσαμε στο Ιατρικό Κέντρο στο Μαρούσι τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο». Η αδελφή του ήταν 24 χρονών, η μητέρα του 54.
Είναι αλλιώς να τα διαβάζεις και αλλιώς να τους ακούς να τα αφηγούνται. Οι άνθρωποι αυτοί είναι θυμωμένοι. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση τους. Να μας πνίγει ο θυμός. Η αδικία. Να ζητάμε απαντήσεις και μια μορφή δικαίωσης. «Θέλω να μου πείτε γιατί μας εγκατέλειψαν. Γιατί δεν λειτούργησε τίποτα. Μας άφησαν να καούμε. ΓΙΑΤΙ;»
Στις επόμενες καταθέσεις καταλαβαίνεις πως δεν είναι μόνο τα συναισθήματα ίδια, αλλά και το φόντο της συμφοράς. Η ίδια ιστορία σε παραλλαγές. Οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τον καπνό, κάποιοι τον κόκκινο ορίζοντα, το μυρίζουν στην ατμόσφαιρα. Φανταστείτε μια περίεργη αίσθηση ότι κάτι κακό θα συμβεί ένα απομεσήμερο καλοκαιριού. Φανταστείτε μια ανησυχητική ησυχία. Φανταστείτε τον απόλυτο τρόμο να πλησιάζει αλλά εσείς να μην το ξέρετε, σίγουρα όμως το διαισθάνεστε. Ανοίγουν τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση, τίποτα. Μια φωτιά στην Κινέττα που έχει τεθεί υπό έλεγχο. Ρωτάνε οι γείτονες ο ένας τον άλλο, άκουσες κάτι; Τίποτα. Κοιτάνε τον ουρανό να δουν αν υπάρχει ένα ελικόπτερο να τους ειδοποιήσει για μια ενδεχόμενη συμφορά. Μία σειρήνα. Ένα περιπολικό. Ένα όχημα της Πυροσβεστικής. Τον ήχο της καμπάνας. Όσο τίποτα δεν εμφανίζονται νιώθουν ασφαλείς. Η ιδέα μας είναι. Προσπαθούν να ξορκίσουν τον φόβο ότι κάτι κακό θα συμβεί. Περιμένουν ότι κάποιος θα τους ειδοποιήσει για τον κίνδυνο. Έχουν αυτή την εμπιστοσύνη ότι η πολιτεία θα τους προστατεύσει, αν χρειαστεί. Ότι δεν θα τους αφήσει αβοήθητους. Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν μαζικά έξω από τα σπίτια τους σε καιρώ ειρήνης. Κανένα σήμα κινδύνου. Κάποιοι ανησυχούν. Κάποιοι πιάνονται στον ύπνο. Μέχρι που όλοι μαζί, μόνιμοι κάτοικοι και παραθεριστές, περνούν στον απόλυτο εφιάλτη, όταν οι φλόγες πια γλείφουν τις αυλές των σπιτιών τους.
Η ίδια επωδός: «Πώς γίνεται να καεί ένας άνθρωπος δίπλα στη θάλασσα; Πώς γίνεται να καούν τόσοι άνθρωποι;»
Ο επόμενος μάρτυρας κ. Άγγελος Σιαπκάρας δεν ήταν εκεί όταν η κόρη του, ο γαμπρός του και το εγγονάκι του κινδύνεψαν. Είχαν πάει για μία και μοναδική μέρα στο Μάτι, περαστικοί, γυρνώντας από τις διακοπές τους, φιλοξενούμενοι σε φίλους. Οι δύο πρώτοι σώθηκαν, η κόρη του κάηκε 140 μέτρα από τη θάλασσα. «Μπαμπά, είναι παράδεισος εδώ», του είχε πει το πρωί που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο. «Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε τον γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί τους και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατόν σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς, ως όφειλε, θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι».
Ο κ. Σιαπκάρας και η σύζυγός του μετά έπεσαν με τα μούτρα στο εγγονάκι τους. Έχει προβλήματα ακόμα, διάσπαση προσοχής στο σχολείο, στον παραμικρό βήχα πνίγεται και χρησιμοποιούν εισπνεόμενα. Τους ζητάει να το πάρουν αγκαλιά στα καλά καθούμενα, και όταν το ρωτάνε «γιατί, παιδί μου;» τους λέει, «γιατί αυτό θα κάναμε με τη μαμά». Βγάζει μια έκθεσή της στο σχολείο με θέμα το αγαπημένο τους πρόσωπο, και μας τη διαβάζει: «Το αγαπημένο μου πρόσωπο είναι η μαμά μου. Εύχομαι να μην είχε πεθάνει». Και τώρα τα Χριστούγεννα, όταν είχαν πάει στο κοιμητήριο, τον ρώτησε: «Παππού, να πω τα κάλαντα στη μαμά;», εκεί πάνω από τον τάφο. Μας τα λέει και στα μάτια μας τρέχουν δάκρυα.
Στο διάλειμμα, λίγο αργότερα, μου συστήνουν τη σύζυγό του, κ. Σιαπκάρα, που κάθεται δυο σειρές μπροστά μου. Έρχονται από την Κόρινθο. Δεν μπορώ να περιγράψω πώς αισθάνομαι απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. «Με συγχωρείτε, δεν ξέρω τι να σας πω, συλλυπητήρια» της λέω και της πιάνω το χέρι, τη χαϊδεύω στην πλάτη. Μου μιλάει κλαίγοντας.
«Έχασα το παιδί μου, το καταλαβαίνεις; Γινόμαστε χειρότερα όταν ερχόμαστε εδώ πέρα… Με φάρμακα είμαστε. Πόσο άδικα χάθηκε το παιδί μου… για μια μέρα ήταν εκεί. Θα ερχόμαστε όμως. Θα ερχόμαστε από την Κόρινθο, όσο χρειαστεί». Με κοιτάει με πόνο αλλά τρυφερά, σαν μάνα. «Να είστε καλά, να έχετε κουράγιο να αντέχετε…» της λέω μαγκωμένη. Είμαστε μαζί με τη Μαρίνα Καρύδα, κάτοικο Ματιού που από την πρώτη στιγμή είχε ασχοληθεί με τους εγκαυματίες, και τους γνωρίζει όλους, «είναι κι η μητέρα του Βίκτωρα εδώ, ελάτε να σας τη γνωρίσω…» της λέει. Η μητέρα του Βίκτωρα έχασε το παιδί της, 23 χρονών παλικάρι, έσβησε μέσα στη θάλασσα όπου είχαν καταφύγει για να μην καούν, μαζί με μια φίλη της και την κόρη της, έξι ώρες αβοήθητοι μέσα στο νερό. Ο Βίκτωρας δεν άντεξε, όπως και η φίλη της, πνίγηκαν και οι δύο μπροστά στα μάτια της.
Γίνομαι μάρτυρας της σκηνής που οι δύο μητέρες συστήνονται για πρώτη φορά.
-Πώς το αντιμετωπίζετε εσείς; Εμείς με αντικαταθλιπτικά είμαστε. Τα χουμε τα μάτια μας κλειστά, να μην ανοίγουμε, λέμε, να μη σκεφτόμαστε τίποτα, να ναι πάντα κοιμισμένα.
-Έτσι κι εμείς…
-Πώς να ζήσουμε; Όλη η οικογένεια.
-Δύναμη να έχετε…
-Κι εσείς… Τον ίδιο πόνο έχουμε.
Πώς θα γίνει μια δίκαιη δίκη, όταν λείπουν βασικά κομμάτια;
Θα κρατήσει πολύ καιρό. Ακόμα καταθέτουν οι μάρτυρες κατηγορίας. Λένε τις ιστορίες τους. Είμαστε περίπου στο 140, αν και η σειρά έχει λίγο μπερδευτεί με τις αναβολές. Θα ακολουθήσουν οι μάρτυρες υπεράσπισης, οι πραγματογνώμονες, οι αγορεύσεις. «Δικαιοσύνη θέλουμε», μου λέει ένας χαροκαμένος πατέρας. «Δεν είμαστε όμως αισιόδοξοι. Γιατί είναι μπλεγμένο όλο το κράτος, κατάλαβες; Δεν είναι ένας και δύο, τίποτα δεν έγινε σωστά».
Τους ζητάω να μου μιλήσουν. «Δεν έγινε κανένας συντονισμός, τα μέσα ήταν ανύπαρκτα, όλα έγιναν λάθος. Οι κατηγορούμενοι είναι από την Πυροσβεστική, την Πολιτική Προστασία, την Περιφέρεια, το Δήμο. Όχι όμως όλοι οι υπεύθυνοι. Το κομμάτι της εκτροπής της κυκλοφορίας που οδήγησε τόσους ανθρώπους να καούν και εμπόδισε άλλους να φύγουν ποιος το αποφάσισε; Όμως αυτό δεν απασχολεί στο δικαστήριο, το ότι οι περισσότεροι καήκαν μέσα στα αυτοκίνητα τους ενώ δεν είχαν καμία δουλειά να βρίσκονται εκεί».
«Και κανείς από το Λιμενικό. Δίπλα στο Λιμάνι της Ραφήνας όμως πνίγηκαν 13 άνθρωποι. Το ότι έμειναν τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα χωρίς κανείς να έρθει για διάσωση, 5-6 ώρες. Ποιος φταίει για αυτό; Εμείς τα λέμε στις καταθέσεις μας αλλά… για να δούμε πώς θα πάει… είναι δύσκολο. Πώς θα γίνει μια δίκαιη δίκη όταν λείπουν βασικά κομμάτια», μου λέει μια μητέρα που έχασε το παιδί της, αλλά δεν έχει καταθέσει ακόμα.
«Υπάρχουν πολλά περίεργα σε αυτή την ιστορία. Πώς θα βρούμε το δίκιο μας; Δεν είναι μόνο ο εμπαιγμός από την τότε κυβέρνηση, που είχε έρθει ο Τσίπρας για να μας πει τι να τα κάνετε τα 2.000 ευρώ που μας δίνανε, έτσι κι αλλιώς θα τα φάτε…; Που είχαμε χάσει τα πάντα… Ο Στέφανος Κολουκούρης (σ.σ. τότε διοικητής της ΕΜΑΚ) πήρε προαγωγή, ο Μητσοτάκης τον έκανε αρχηγό της Πυροσβεστικής (σ.σ. αποστρατεύτηκε τον Ιανουάριο του 2022) ενώ είναι ένας από τους κύριους κατηγορούμενους. Ο Κωνσταντίνος Τσουβάλας, ο τότε αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, που είχε τότε δηλώσει περήφανος για τον χειρισμό στο Μάτι, έγινε ο νέος γενικός γραμματέας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στην παρούσα κυβέρνηση. Πώς τα εξηγείς όλα αυτά;»
«Έπειτα είναι και το άλλο. Για πες μας κι εσύ. Η ατμόσφαιρα και όσα άκουσες μέσα στη δίκη σού φαίνονται για πλημμέλημα; Κι όμως, η απόφαση του εισαγγελέα ήταν να εκπέσει το κακούργημα σε πλημμέλημα. Αναγνωρίζουν αμέλεια και όχι πρόθεση. Είναι σαν να σου λένε, το κράτος μπορεί και να αμελήσει να σε προστατέψει, τι να κάνουμε; Συμβαίνουν αυτά».
Το Συμβούλιο Εφετών της Αθήνας, αφού μελέτησε τη δικογραφία, τον Ιούλιο που μας πέρασε, αποφάσισε την παραπομπή των 21 για αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος, απορρίπτοντας την πρόταση του ανακριτή που ζητούσε αναβάθμιση της κατηγορίας σε κακούργημα για συγκεκριμένους κατηγορούμενους. «Δεν είναι ότι είχαν αυτή την πρόθεση φυσικά, αλλά έτσι είναι σαν να συμφωνούμε μεταξύ μας ότι το κράτος δεν έχει την ευθύνη της προστασίας της ζωής των πολιτών. Κανέναν μας δεν συμφέρει αυτό. Γιατί όταν μια τέτοια ολιγωρία δεν τιμωρείται μπορεί να ξανασυμβεί».
Η πιο συγκλονιστική κατάθεση (όχι αυτή που θα περιμέναμε)
Δεν έχουμε τον χώρο εδώ να επεκταθούμε σε όλες τις καταθέσεις. Ήταν τέσσερις οι ιστορίες εκείνης της ημέρας. Κατέθεσε ο πυροσβέστης Ανδρέας Δημητρίου, ένας κρίσιμος μάρτυρας που εξετάστηκε για πάρα πολλή ώρα, μέχρι το τέλος περίπου στις 3 το μεσημέρι, με πολλές ερωτήσεις γιατί είχε διττή ιδιότητα: κατέθεσε για την απώλεια της γυναίκας του και του μωρού του, αλλά και ως άνθρωπος του Πυροσβεστικού Σώματος σε υπηρεσία εκείνη την ημέρα, για τους χρόνους της φωτιάς, για το πώς αντέδρασαν στην υπηρεσία του, για το γιατί ολιγώρησαν. Ο διοικητής του στο σώμα, ένας από τους βασικούς κατηγορούμενους, καθόταν ακριβώς πίσω του. Η απόφανσή του κρίσιμη: «Τίποτα δεν λειτούργησε σωστά, όλα έγιναν λάθος».
Συνήθως όταν σκεφτόμαστε το Μάτι, σκεφτόμαστε τους νεκρούς και αυτούς που άφησαν πίσω τους. Όταν κατέθεσε η εγκαυματίας Γιάννα Γατοπούλου, μητέρα τεσσάρων παιδιών, καταλάβαινες τον Γολγοθά που πέρασαν και περνούν ακόμα οι άνθρωποι αυτοί που έπαθαν εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο τους το σώμα. «Στον Ευαγγελισμό ήμασταν όλοι οι εγκαυματίες στο Ισόγειο. Η γιατρός μου είπε, θα πονέσετε, και άρχισε να ξύνει τα καμένα από το σώμα μου. Δεν θα σας περιγράψω τους πόνους εκείνη την ώρα. Μας ανέβασαν στο δωμάτιο. Από την επόμενη άρχισαν τα χειρουργεία, αλλεπάλληλα, έμεινα δύο μήνες κλινήρης στο νοσοκομείο, συνολικά 9 μήνες στο κρεβάτι, κάθε πρωί με αναπηρικό καροτσάκι στον Ευαγγελισμό για νοσηλεία στα τραύματα. Όλο αυτό τον καιρό κοιμόμουν με ηρεμιστικά και καταλαβαίνετε τι εφιάλτες είχα ζήσει, κάτι που εξακολουθεί να υπάρχει και τώρα. Αυτό που έχω να πω είναι το κράτος δεν λειτούργησε καθόλου».
Και αυτοί που σώθηκαν; Αυτοί που πέρασαν όλο τον εφιάλτη χωρίς να πεθάνουν, χωρίς να καούν, χωρίς να μείνουν κλινήρεις και χωρίς να παλεύουν με τα εγκαύματα; Αυτούς δεν του υπολογίζουμε καν. Δεν θα το περίμενε κανείς, με τόσες τραγικές ιστορίες, κι όμως η πιο συγκλονιστική κατάθεση ήταν της Δήμητρας Γουναρίδη, που περιέγραψε τον εφιάλτη που έζησε προσπαθώντας να σωθεί από τις φλόγες που έζωσαν το σπίτι της στο Μάτι το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018. Δεν ήξερε αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει, ήταν από τους τυχερούς, η μαρτυρία της είναι η μαρτυρία όλων των ανθρώπων που ήταν εκεί – αυτών που σώθηκαν και αυτών που χάθηκαν. Η αφήγησή της συγκλονιστική, κάποιες φορές κλαίει και κάποιες άλλες εκφράζει τον θυμό της.
Περιγράφει το πριν. Την ανησυχία. Τον κόκκινο ουρανό. Την έλλειψη οποιουδήποτε σήματος και ενημέρωσης για τον κίνδυνο. Παίρνει τηλέφωνο τη φίλη της. Ρωτάει όποιον μπορεί. Δεν ξέρει όμως πού να πάει και τι να κάνει. Δεν αποφασίζεις εύκολα να φύγεις από το σπίτι σου για να σωθείς, αν δεν εξακριβώσεις τον κίνδυνο. Το διαμέρισμά της είναι στον 3ο όροφο πολυκατοικίας. Όταν πια αρχίζει να μαζεύει λίγα πράγματα σε έναν σάκο κάνει αυτό που θα κάναμε κι εμείς. Παίρνει τηλέφωνο τους δικούς της για να τους πει…
«Κάτι κακό θα συμβεί. Να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ»
Η κατάθεση της κ. Δήμητρας Γουναρίδου, που δεν έχει χάσει κάποιον
Καλησπέρα σας ονομάζομαι Δήμητρα Γουναρίδου, είμαι ιδιωτικός υπάλληλος και ζω στο Μάτι, στην οδό Χαράς 3. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, οι γονείς μου έλεγαν πως αν πιάσει φωτιά στις γύρω περιοχές και η φωτιά περάσει τη Μαραθώνος, θα καούμε. Μέχρι τον Ιούλιο το 2018, όποτε έπιανε φωτιά υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση από όλους τους κρατικούς φορείς, απίστευτη οργάνωση και συντονισμός, πυροσβεστικά, εναέρια μέσα, Αστυνομία, ποτέ δεν αφήνανε να περάσει η φωτιά. Εκείνη την ημέρα, 23 τον μήνα, ερχόμουν από την Νέα Ιωνία όπου εργαζόμουν γύρω στις τρεις και τέταρτο. Ακούσαμε για την Κινέττα, αγχώθηκα πάρα πολύ και στενοχωρήθηκα, ευχήθηκα να μη συμβεί κάτι κακό εκεί, αλλά αγχώθηκα και για εμάς, λόγω των θυελλωδών δυτικών ανέμων που είχαν επισημάνει από την προηγούμενη ημέρα τα δελτία καιρού, να μην έρθει και σε εμάς κάτι ανάλογο.
Φτάνω στο σπίτι, κάνω κάτι δουλειές και γύρω στις 5 βγαίνω που έξω να ποτίσω αντικρίζω έναν απίστευτο ουρανό, πολύ πορτοκαλί και κάπως μαυρισμένο, και αναρωτήθηκα τι συμβαίνει. Ήταν και κάποιοι γείτονες εκεί έξω και τους ρώτησα, «έχετε ακούσει κάτι για κάποια φωτιά εδώ στην περιοχή μας;» «Όχι» απάντησαν. Μπήκα στο σπίτι και άνοιξα την τηλεόραση, έλεγαν για την Κινέττα. Τότε κάλεσα μία καλή μου φίλη που εργαζόταν στον Γέρακα και την ρώτησα μήπως βλέπει κάτι που δεν έβλεπα εγώ. «Ναι, βλέπω μία φωτιά κάπου στην Καλλιτεχνούπολη, αλλά μην ανησυχείς, όλα καλά», μου είπε. Συνέχισα να ποτίζω, όπως και οι γείτονές μου, πότιζαν κι εκείνοι. Δεν υπήρχε κανένα πυροσβεστικό, κανέλα ελικόπτερο, καμία αστυνομία, καμία ενημέρωση, τίποτα να επιβεβαιώσει κάποια ανησυχία.
Γύρω στις 5.30 με παίρνει η φίλη μου που είχαμε μιλήσει και μου λέει, «Δήμητρα, σε παρακαλώ, η φωτιά έχει φουντώσει, ετοίμασε ένα σακβουαγιάζ, μερικές αλλαξιές (κλαίει), πάρε όλα σου τα δημόσια έγγραφα, ό,τι νομίζεις ότι είναι πολύτιμο για σένα και έχε τα σε περίπτωση ανάγκης». « Γιατί;» της λέω. «Δεν έχει περάσει κανένας, ένα ελικόπτερο, μία σειρήνα, πάντοτε μας ειδοποιούν αν είναι κάτι». «Σε παρακαλώ, ετοιμάσου, και θα έρθω κι εγώ εκεί μήπως με χρειαστείς».
Οι γονείς μου και ο αδερφός μου με την οικογένεια του έλειπαν σε διακοπές. Ο ουρανός γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, μέχρι που άρχισαν να έρχονται κάποια αποκαΐδια. Μήπως από την Κινέττα; Από την Καλλιτεχνούπολη; Μπαίνω μέσα και ετοιμάζω το σακ βουαγιάζ κακήν κακώς, με έχει πιάσει μια απίστευτη νευρικότητα, δεν έβρισκα τα πράγματά μου. (κλαίει)
Τα ετοιμάζω και ξαναβγαίνω έξω να ποτίσω. Έχω όμως ένα κακό προαίσθημα και παίρνω τηλέφωνο τη μητέρα μου. «Μαμά, κάτι κακό θα συμβεί. Να ξέρετε ότι σας αγαπάω». (κλαίει, γοερά). «Μην ανησυχείς, παιδάκι μου, αφού δεν έχει έρθει κανείς, δεν είναι τίποτα, ηρέμησε». Παίρνω τηλέφωνο και τον αδερφό μου. «Κάτι κακό θα συμβεί. Να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ, να προσέχεις τους γονείς μας», ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος εκείνη την περίοδο, καρκινοπαθής, είχαμε κι αυτή τη στενοχώρια. Προσπάθησε ο αδελφός μου να με ηρεμήσει, μου έλεγε, «μην ανησυχείς, θα περάσουν, θα έρθει η αστυνομία, θα έρθει η Πυροσβεστική, ποτέ δεν έχουν αφήσει τη φωτιά να περάσει τη Μαραθώνος. Αποκλείεται, μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά». Η ώρα έχει πάει 6.10 όταν ακούω να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα και να φρενάρει έξω από το σπίτι μου η φίλη μου που μου φωνάζει, «πάμε-πάμε, θα καείς, έχει πιάσει φωτιά στου Βασίλη την ταβέρνα». Η Ταβέρνα του Βασίλη είναι 300 μέτρα μακριά’. Μπαίνω στο σπίτι, κλείνουμε πατζούρια, παίρνω την τσάντα μου, κατεβαίνω στο γκαράζ και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχουμε ρεύμα. Ξαναπάω στο σπίτι και παίρνω το κλειδί, σε κατάσταση αμόκ πλέον, πανικόβλητη.
Έφυγα με το αυτοκίνητο, λειτούργησα ενστικτωδώς, κατέβηκα όλη την Περικλέους με σκοπό να στρίψω στην Ποσειδώνος που είναι ο κεντρικός παραλιακός δρόμος του Ματιού, 1.000 περίπου μέτρα από το σπίτι μου. Και οι δύο λωρίδες μποτιλιαρισμένες, ερχόντουσαν τα αυτοκίνητα από τη Νέα Μάκρη προς Ραφήνα. Αφήνω το αμάξι δεξιά, και λέω , ό,τι είναι να μου συμβεί να μου συμβεί με τη φίλη μου, που προπορευόταν. Πάω στο δικό της, οι φλόγες μας έφταναν πια, μου καψάλισαν τα χέρια. Μπαίνω, της λέω είτε ζήσουμε είτε πεθάνουμε να είμαστε μαζί. (κλαίει)
Επικρατούσε ένα χάος, έρχονταν τα αυτοκίνητα από όλες τις κατευθύνσεις, ήμασταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και τρέξαμε προς τη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη τη στιγμή… δεν έπαιρνα αναπνοή, νόμιζα ότι θα πεθάνω σε κάθε μου βήμα, έλεγα δεν θα προλάβω να φτάσω στη θάλασσα, που ήταν 40 μέτρα μακριά.
Φτάσαμε και μπήκαμε μέσα στο νερό. Εκείνη την ώρα γινόταν ένας πόλεμος. Ακούγαμε τα αυτοκίνητα να σκάνε, να γίνονται απίστευτες τις εκρήξεις από φιάλες γκαζιού, να πέφτουν μέσα στη θάλασσα ξύλα κομμένα που είχανε καεί, κουκουνάρες, φλεγόμενα κομμάτια από τέντες… Και εμείς να προσπαθούμε να μετακινούμαστε ανάλογα τον άνεμο, για να μην καούμε. Έκανα την προσευχή μου από την πρώτη στιγμή, να με κρατήσει ζωντανή να ξαναδώ τους δικούς μου ανθρώπους, τους γονείς μου, τα ανίψια μου, τον αδελφό μου… (κλαίει).
Δόξα τω Θεώ, είμαστε ζωντανοί. Νεκροί-ζωντανοί.
Βάλαμε αμέσως τις μπλούζες μας για μάσκα, πιστεύω αυτό ήταν που μας έσωσε.
Τα ουρλιαχτά που άκουγα από τους ανθρώπους τους καμένους που έρχονταν, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ, τα κλάματα των παιδιών, μέχρι και τα σκυλιά που έρχονταν κλαίγανε, ουρλιάζανε, γατιά να επιπλέουν μέσα σε κλουβιά, που τα είχαν αφήσει οι ιδιοκτήτες τους, ούρλιαζαν κι αυτά. Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα, με το μωράκι της το νεογέννητο. Ήτανε καμένη, καμένο και το μωρό, προσπαθούσε να το κρατήσει στη ζωή, φώναξα έναν γνωστό μου να πάει να τους βοηθήσει, πήγε εκεί και έκατσε μαζί τους, η μάνα τους προσπαθούσε να το ταΐσει για να το έχει στη ζωή, το θήλαζε. Εμείς να πηγαινοερχόμαστε μία από τη μία από την άλλη, είχαν γεμίσει πληγές τα πόδια μου από τα βράχια στο βυθό, με έπαιρνε αγκαλιά η φίλη μου, η μία έδινε κουράγιο στην άλλη, ήταν πάρα πολλές οι στιγμές που λέγαμε, σβήνω, κράτα γερά, μου έλεγε, δεν ξέρω πώς, ο Θεός μας βοήθησε…
Περνούσαν οι ώρες, αβοήθητοι μέσα στη θάλασσα, χωρίς να έχουμε ακούσει το παραμικρό, μία σειρήνα, ένα ελικόπτερο, κάτι. Παίρναμε απανωτά τηλέφωνα, το Λιμενικό, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική, κανένας δεν μας απάντησε. Ήταν τραγικό αυτό που ζήσαμε. Ήταν σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, ήμασταν στο απόλυτο σκοτάδι, δεν βλέπαμε στο ένα μέτρο τον διπλανό μας, και προσπαθούσαμε με τα χίλια ζόρια να μείνουμε ζωντανοί. Ο ένας στον άλλο να δίνουμε κουράγιο. Ένιωθα συνέχεια ότι θα σβήσω. Εν καιρώ ειρήνης να ζούμε αυτόν τον πόλεμο, να είμαστε απροστάτευτοι, και να μας έχουν εγκαταλείψει έξι ολόκληρες ώρες μέσα στη θάλασσα, να επιμένουμε να παίρνουμε τηλέφωνα και να μην απαντά κανείς. Κάποια στιγμή, όταν πια κάηκαν και τα τελευταία δέντρα που φτιάνουνε κάτω στην παραλία της Αργυράς Ακτής, καταφέραμε να βγούμε έξω. Εκεί είδα ανθρώπους πολλούς καμένους. Ήταν μια κυρία που την παρέσερνε το κύμα προς τα μέσα, φαινόταν να μην έχει δυνάμεις και πήγαμε να τη βοηθήσουμε και την πιάσαμε από τα μπράτσα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, και μας έμειναν οι σάρκες της στα χέρια μας. (κλαίει γοερά). Τη βγάλαμε έξω και καθίσαμε και περιμέναμε κάποιος κάτι να έρθει να μας πει, κάποιον να μας πάρει.
Τρέμαμε σαν τα ψάρια γυμνοί από τη μέση και πάνω, μόνο με τα σουτιέν μας. Μετά από 6 ώρες είδαμε κάτι καϊκάκια να έρχονται. Κάποια παιδιά μας είχαν πει, αν έρθει κάποιος, σας παρακαλώ πολύ να μην επικρατήσει πανικός, να φύγουν πρώτα οι εγκαυματίες μαζί με τα παιδιά και τις μητέρες τους, και μετά όλοι σιγά σιγά θα φύγετε. Έτσι και έγινε. Εμένα ήρθε και με πήρε με ένα φουσκωτό ένας Ιταλός που ήρθε ως εθελοντής να βοηθήσει, μας έβαλαν στη βάρκα και μας πήγε στο Λιμάνι της Ραφήνας.
Εκεί αντίκρισα το απόλυτο χάος. Το ανύπαρκτο κράτος μας, την ντροπή και το αίσχος. Μετά από 6.30 ώρες (ανεβάζει τον τόνο της φωνής) αν μπορείτε να διανοηθείτε, αγαπητοί δικαστές, δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, δεν υπήρχε κάποιος να μας δώσει ένα μπουκάλι νερό, μια κουβέρτα, ήμασταν κατάμαυροι, ούτε ένα ασθενοφόρο (κλαίει), δεν υπήρχε κανένας να μας δώσει μια κουβέρτα να σκεπαστούμε, κάτι να ρίξουμε πάνω μας, που είχαμε παγώσει. Ήμασταν κατάμαυροι, δεν βλέπαμε τίποτα από τα μικροαντικείμενα που είχαν μπει στα μάτια μας, από το θερμικό κύμα, καιγόμασταν ολόκληροι και τρέμαμε συγχρόνως, και δεν υπήρχε ΕΝΑΣ να μας βοηθήσει (ανεβαίνει η ένταση) , μελά από 6.30 ώρες. Πού ήταν το κράτος;
Ήρθε ένας λιμενικός, λοιπόν, για να γελάσετε, και μας λέει «μη φύγετε, πρέπει να σας κάνω καταγραφή». Και του λέμε ωραία, του δίνουμε τα ονόματα μας. «Περιμένετε, δεν έχω κάποιο χαρτί να το γράψω». Λέμε, τι εννοείτε; «Δεν έχω κάποιο χαρτί!» Ζητάμε από τον Ιταλό, μήπως έχετε κάποιο χαρτί; Και μας έδωσε μια εφημερίδα, και αν έχετε τον Θεός σας, εκεί μας έκανε την καταγραφή, στο οπισθόφυλλο της Corriere della sera! Ήμασταν τουλάχιστον 15 άτομα και μας έκανε την καταγραφή σε μία εφημερίδα Ιταλών! Του ζητήσαμε το κινητό του για να πάρουμε ένα τηλέφωνο στους γονείς μας, να τους πούμε ότι είμαστε ζωντανοί, μετά από 6.30 ώρες, και μας είπε δεν μπορώ, θα τελειώσει η μπαταρία μου. Του λέμε, σε παρακαλούμε, είμαστε τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα, δώσε μας να πάρουμε ένα τηλέφωνο. «Δεν γίνεται, κυρία μου, πηγαίνετε πάρα κάτω, κάποιον θα βρείτε». Πράγματι, πήγαμε στο φυλάκιο του Λιμανιού, ήταν ένας ευγενέστατος κύριος, που μόλις μας είδε μας έδωσε νερό, ένα γιλέκο να φορέσουμε, μας έδωσε το κινητό του για να καλέσουμε τους ανθρώπους μας.
Αφού μίλησα με τους δικούς μου, που ήταν σε άθλια κατάσταση, πήρα τηλέφωνο την κουνιάδα μου, στη Ραφήνα, και ήρθε και μας πήρε (…) Όλο το βράδυ μιλούσε με φίλους και γειτόνους να δω ποιοι ήταν ζωντανοί, δυστυχώς είχαν φύγει αρκετοί από τη γειτονιά μου.
Ξημερωθήκαμε, και πήγα να δω τι είχαν απογίνει τα σπίτια μας, το δικό μου, του αδελφού μου και τον γονιών μου. Αυτό που αντίκρισα ήταν ένας πόλεμος, δεν το πίστευα, κουφάρια τα σπίτια, τα δέντρα όλα καμένα, αυτοκίνητα καμένα, το απόλυτο χάος και η απόλυτη καταστροφή. (κλαίει) Είχαν καεί τα πάντα. Μέχρι κι εκείνη την ώρα καιγόταν το μπροστινό δέντρο, που σημαίνει ότι δεν είχε περάσει κανείς. Από τότε ξεκίνησε ο Γολγοθάς μας. Αναγκάστηκα να πάω σε ψυχολόγο και σε ψυχίατρο, για να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου πάλι, έπαθα μετατραυματικό στρες, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να φάω, δεν είχα όρεξη για τίποτα, δεν ήθελα να ξαναπάω στη δουλειά, πήγα σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, με συνεχή παρακολούθηση, και για τρία χρόνια έπαιρνα θεραπεία. Ένας Γολγοθάς να αποκαταστήσουμε τις σωματικές και ψυχικές βλάβες, και το ότι δεν μας είχε μείνει τίποτα. Αναγκαστήκαμε να πηγαίνουμε σε δομές και να είμαστε ζητιάνοι, για να μπορέσουμε να πάρουμε κάποια ρούχα, κάποια φάρμακα… Αυτοί που μας βοήθησαν πραγματικά ήταν οι φίλοι και οι εθελοντές. Για τις πρώτες βοήθειες, και για να καθαρίζουμε τα σπίτια μας από τους τόνους μπάζα, που κόστιζε πάρα πολλά χρήματα. Δεν είχαμε καμία βοήθεια, μόνο κάτι επιδόματα, που και για αυτά υπήρξε εμπαιγμός.
Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε;
Θέλω να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε πουθενά το κράτος εκείνη την ημέρα, κανένας φορέας να μας βοηθήσει. Ότι είναι απαράδεκτο και αισχρό, έχουν περάσει τεσσεράμισι χρόνια και δεν έχει υπάρξει ένας άνθρωπος που να ζητήσει μία «συγγνώμη» από την καρδιά του και να πει «ναι, φταίξαμε». Μετά από τεσσεράμισι χρόνια αναζητάμε δικαιοσύνη για τους 104 που κάηκαν άδικα και φριχτά. Εύχομαι σε κανέναν, ούτε στα παιδιά τους ούτε στους ίδιους, κανένας να μην περάσει αυτό που τραβήξαμε,αυτό τον πόλεμο, τον φόβο, ότι πεθαίνεις εν καιρώ ειρήνης, και αυτή την εγκατάλειψη, να μην τη ζήσει κανένας, μέσα από την καρδιά μου. Και θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ προς τους φίλους μας και τους εθελοντές που ήρθαν από τα ξένα μέρη για να μας βοηθήσουν.
Μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια. Τόσοι άνθρωποι πέθαναν μαρτυρικά εν καιρώ ειρήνης σαν να είχαμε πόλεμο. Να μην το ζήσει ποτέ κανείς.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δήμητρα Γκρους
athensvoice.gr