«Δεν μου είναι καθόλου εύκολο» ανέφερε ο Ανδρέας Δημητρίου καταθέτοντας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Ο ίδιος έχασε σύζυγο και παιδί.
Γροθιά στο στομάχι ήταν η σημερινή (Τετάρτη) κατάθεση του αξιωματικού της πυροσβεστικής Aνδρέα Δημητρίου. Ο ίδιος στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έχασε τη σύζυγό του και το έξι μηνών βρέφος τους το οποίο σε λίγους μήνες σχεδίαζαν να βαπτίσουν. Επρόκειτο για το νεαρότερο θύμα της πύρινης κόλασης.
Με αξιοπρέπεια ο μάρτυρας περιέγραψε όσα έζησε φεύγοντας από την υπηρεσία του στη Νέα Μάκρη για να επιστρέψει στο Μάτι γνωρίζοντας πλέον ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Είπε ότι από τότε και μέχρι σήμερα δεν έχει μπει σε συζητήσεις με συναδέλφους του. «Και σήμερα ότι είμαι εδώ και ξαναλέω τα ίδια, το οφείλω στους δικούς μου ανθρώπους και αυτούς που έφυγαν, αλλά να καταλάβετε ότι δεν μου είναι καθόλου εύκολο».
Ο Ανδρέας Δημητρίου περιέγραψε την κόλαση που έζησε ψάχνοντας την οικογένειά του. Επεσήμανε πως όταν γύρισε στο σπίτι του δεν βρήκε κανένα πυροσβεστικό στο δρόμο. Πρόσθεσε επίσης πως κατά την άποψή του εκείνη την ημέρα δεν λειτούργησε τίποτα και πως όλα πήγαν στραβά.
«Όλα πήγαν στραβά»
Χαρακτηριστικός ήταν ο διάλογος που είχε με την εισαγγελέα της έδρας:
Εισαγγελέας: Εμείς και όλη η Ελλάδα την αλήθεια ψάχνουμε να βρούμε. Τι πήγε στραβά και είχαμε αυτή την καταστροφή. Τι πιστεύετε ότι πήγε στραβά εκείνη την ημέρα;
Μάρτυρας: Δεν πιστεύω ότι πήγε κάτι στραβά. Εκείνη την ημέρα δεν λειτούργησε τίποτα. Όλα πήγαν στραβά.
Εισαγγελέας: Τι πιστεύετε ότι θα έπρεπε να γίνει και δεν έγινε;
Μάρτυρας: Η λάθος εκτίμηση της αστυνομίας, η μη επάρκεια πυροσβεστικών δυνάμεων, η μη ενημέρωση των πολιτών συνετέλεσαν σε αυτά που έγιναν. Θα έπρεπε όλα αυτά να λειτουργήσουν όλα μαζί για να μην υπάρξει αυτό το αποτέλεσμα.
Αν η φωτιά είχε σβήσει στην αρχή, προφανώς δεν θα είχε γίνει αυτό το μεγάλο κακό. Οι συνάδελφοι προσπάθησαν να κάνουν ό,τι μπορούσαν αλλά δυστυχώς εγκλωβίστηκαν. Μετά για εμένα θα έπρεπε να είναι η ενημέρωση των πολιτών και η απομάκρυνση.
«Ήταν η τελευταία φορά που είδα τη Μαργαρίτα»
Την ημέρα εκείνη ο μάρτυρας ήταν σε επιφυλακή λόγω του αυξημένου κινδύνου και πήγε στην υπηρεσία του στην Πυροσβεστική, στη Νέα Μάκρη. Στην κατάθεσή του περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να εντοπίσει τη σύζυγό του Μαργαρίτα και τον μπέμπη τους μέχρι τις εννέα το βράδυ που δέχθηκε ένα τηλέφωνο από άγνωστο ότι ήταν μαζί τους στην παραλία.
«Πλησίαζα πεζός στην παραλία. Άρχισα να βλέπω λιωμένα αυτοκίνητα, πεσμένες κολόνες, άρχισα να βλέπω μια άλλη εικόνα. Φτάνω παραλία, ήταν γεμάτη κόσμο σε κατάσταση σοκ, παιδιά και ηλικιωμένοι.
Η Μαργαρίτα ήταν καθισμένη στην παραλία με τα μάτια κλειστά και βλέπω τον μπέμπη στα χέρια του ενός κυρίου που προσπαθούσε να δώσει πρώτες βοήθειες. Θεώρησα άμεσο να τους βάλω στο αυτοκίνητο για να τους πάω στο ΕΚΑΒ. Στην προσπάθεια μου να βγούμε από το σημείο βλέπω ένα εθελοντικό όχημα και τους παρακάλεσα να βάλουν το παιδί μέσα να πάνε στο νοσοκομείο.
Επειδή κατάλαβα ότι η Μαργαρίτα πονούσε, την άφησα να βρω το αυτοκίνητο. Μέχρι να γυρίσω την είχε παραλάβει ασθενοφόρο. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα. Πήγα στο Νοσοκομείο Παίδων. Από τα πρόσωπα των γιατρών και των νοσηλευτών καταλάβαινα πως κάτι δεν πάει καλά. Με ενημέρωσαν ότι ο μικρός δεν τα κατάφερε.
Μετά πήγα στον Ευαγγελισμό στη Μαργαρίτα. Επέστρεψα στο σπίτι πολύ αργότερα και ήταν σε ένα μεγάλο ποσοστό καμένο. Η Μαργαρίτα νοσηλεύθηκε για άλλες έντεκα ημέρες, 3 Αυγούστου δεν τα κατάφερε» κατέθεσε ο κ. Δημητρίου αναφερόμενος στο Γολγοθά της οικογένειάς του.
Η δίκη συνεχίζεται αύριο Πέμπτη με καταθέσεις μαρτύρων.