Μάτι: Καθηλωτικές μαρτυρίες από μια τραγωδία που «καίει» τους ζωντανούς

Βουβοί λυγμοί, καθηλωτικές μαρτυρίες, αναπάντητα «γιατί», άνθρωποι που περιγράφουν τον εφιάλτη της φονικότερης περιαστικής πυρκαγιάς του 21ου αιώνα στον ενεστώτα, γιατί ο χρόνος σταμάτησε για εκείνους στις 23 Ιουλίου 2018.

Τα καταγεγραμμένα θύματα της πυρκαγιάς στο Μάτι Αττικής ήταν 104, τα αληθινά θύματα όμως φτάνουν σε δυσθεώρητο αριθμό και επί τρεις μήνες περιέγραφαν τις ιστορίες τους στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας. Ιστορίες βγαλμένες από ταινίες φυσικής καταστροφής με κοινό παρονομαστή την παντελή απουσία του κρατικού μηχανισμού. «Οσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα, ήμασταν μόνοι μας», «ήταν σαν την καταστροφή της Σμύρνης», «καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα». Αυτές οι φράσεις ανήκουν σε συγγενείς θυμάτων και θύματα της εθνικής τραγωδίας που κατέθεσαν τους προηγούμενους τρεις μήνες στο δικαστήριο.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΛΑΙΝΟΥ

«Δεν αναγνώριζα την ίδια μου τη μάνα…»

Από το Μάτι στην Αρτέμιδα βρέθηκε πνιγμένη η μητέρα της Παναγιώτας Μαλαίνου, που με λυγμούς είπε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο πως, αν και γνώριζαν οι Αρχές τον θάνατό της από τις πρώτες ώρες, της το είπαν μέρες μετά.

«Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα», είπε και ξέσπασε σε κλάματα. «Όταν είδαν τον καπνό, ξεκίνησαν να φύγουν. Η μαμά μου πήρε την Ειρήνη, την ανιψιά μου, σε μια φιλική οικογένεια που είχε αυτοκίνητο. Όταν έφτασαν εκεί, τα αμάξια ήταν εγκλωβισμένα. Αναγκάστηκαν όλοι να πάνε στην Αργυρά Ακτή. Αρχίσαν να έρχονται καιόμενα κλαδιά και καύτρες και μπήκαν στη θάλασσα…», είπε η μάρτυρας.


ΒΑΡΒΑΡΑ ΒΟΥΚΑΚΗ

«Ούρλιαζε: “Καιγόμαστε, δεν το καταλαβαίνεις”»

«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας», είπε η Βαρβάρα Βουκάκη, που έχασε τα δύο της παιδιά και τον σύζυγό της στη φωτιά. «Ενημερώθηκα από το Ιντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στον σύζυγό μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Οτι άκουσε στην τηλεόραση πως κατευθύνεται στον Διόνυσο. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε: “Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Πού να έρθεις να μας βρεις!”».

Η Βαρβάρα Βουκάκη περιέγραψε στη συνέχεια τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να εντοπίσει την οικογένειά της. «Φτάσαμε στο σημείο όπου ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός… Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Είδα το αυτοκίνητο του Γρηγόρη ανοιχτό. Πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας. Κάποια στιγμή με πλησίασε μία αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Έρχονταν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. “Πού είναι αυτό το οικόπεδο;”, ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί όπου βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».


ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

«Δεν μπορεί να δει κεράκι ούτε στην τούρτα του»

Την περιπέτεια που βιώνει ο 9χρονος σήμερα γιος του, καθώς και η σύζυγός του, περιέγραψε στο δικαστήριο ο Θεοφάνης Χατζησταματίου. «Οσοι έζησαν εκείνη την ημέρα έζησαν από τύχη. Δέκα δευτερόλεπτα χώριζαν τη ζωή από τον θάνατο, όπως γίνεται στον πόλεμο. Δεν έκαναν ούτε το ελάχιστο», ξέσπασε. «Είχε παντού ορούς, δεν μπορούσε να ξαπλώσει, είχε καμένη πλάτη και πόδια. Έκανε δύο φορές χειρουργείο. Ο οργανισμός σε ένα παιδί επουλώνει γρήγορα. Οι πληγές όμως προκαλούν φαγούρα, που ακόμη συνεχίζει, σκληραίνουν κομμάτια του δέρματος, τεντώνει και σχίζεται το δέρμα. Πρέπει να φορά ελαστικά. Κάθε βράδυ από το ξύσιμο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ψυχολογικά τέσσερα χρόνια τώρα χρειάζεται στήριξη. Μπαίνει στην εφηβεία με το μισό του σώμα σημαδεμένο. Δεν μπορεί να βγει στην παραλία. Για έναν χρόνο πηγαίναμε βράδυ στη θάλασσα με ολόσωμη φόρμα. Κεράκι δεν μπορούσε να δει ούτε στην τούρτα του ούτε στην εκκλησία. Τζάκι δεν ανάβουμε, φυσικά».


ΚΑΛΛΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ

«Έλιωναν τα πόδια του παιδιού μου»

«Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Αρχίζει να ουρλιάζει: “Μαμά, καίγομαι!”. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του κι εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει: “Μαμά, βοήθα με. Μαμά, σώσε με”», περιέγραψε η Κάλλι Αναγνώστου για την πύρινη κόλαση που έζησαν η ίδια και ο 4,5 τότε ετών γιος της.

Μέχρι να βρουν τον δρόμο για τη θάλασσα μέσα στο χάος της φωτιάς, η Κάλλι είχε καεί σχεδόν παντού. Ωστόσο, ο «Γολγοθάς» που την περίμενε στο νοσοκομείο ήταν ακόμη μεγαλύτερος και ξεκίνησε με μια βελόνα… με την οποία τις έσπασαν τις φουσκάλες από τα εγκαύματα. «Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μην μπορώ να το αντέξω. Στις 25 Ιουλίου έρχονται να μου κάνουν αλλαγή. Μου έγδαραν ό,τι μπορούσαν, τα καθάρισαν. […] Με έβαλαν να κάνω χειρουργείο και για να με κλείσουν μετά, μου χτυπούσαν τα μοσχεύματα με συρραπτικά. Μετά για να μου τα βγάλουν χρησιμοποιούσαν τανάλιες».


ΚΟΡΖΕΝΙΟΦΣΚΙ ΖΑΡΟΣΛΑΦΤΣ

«Νόμιζα ότι ήταν οργανωμένη διάσωση…»

Ο Κορζενιόφσκι Ζάροσλαφτς έφτασε από την Πολωνία με την οικογένειά του στην Ελλάδα για διακοπές. «Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μάς είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Είπα στη σύζυγό μου να πάρει το παιδί και να πάει στην πισίνα, εγώ πήγα στο δωμάτιο να πάρω διαβατήρια. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα. Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί μου. Νόμιζα ότι ήταν οργανωμένη διάσωση. Ήταν πολλά άτομα, φοβόμουν να μπω κι εγώ. Τους είπα: “Πηγαίνετε εσείς κι εγώ θα τα καταφέρω”. Ήμουν σίγουρος πως έχουν σωθεί. Τελικά, στο λιμεναρχείο με φώναξαν και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στον λαιμό του το παιδί. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν τέσσερις μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στον τέταρτο η σύζυγός μου. Αναποδογύρισε η βάρκα και πνίγηκαν».


ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΣΧΑΣ

«Τα ξύλα που καίγονταν ήταν οι γονείς μου»

Την απόλυτη φρίκη βίωσε ο Στέλιος Μάσχας όταν συνειδητοποίησε ότι οι κορμοί δέντρων που νόμιζε πως καίγονται ήταν, τελικά, οι γονείς του, τους οποίους αναζητούσε. «Περίπου στις 03.30 τα ξημερώματα κατάφερα να προσεγγίσω το σπίτι των γονιών μου. Απόλυτο σκοτάδι. Προσπαθούσαμε να δούμε. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Πήγα προς το σημείο όπου έβαζαν το αυτοκίνητο. Έβλεπα κάτι δέντρα να καίγονται. Δεν είδα το αμάξι, λέω “έφυγαν”. Έφυγα κι εγώ. Γύρω στις έξι το πρωί με πήρε ένας γείτονας και επέστρεψα πίσω. Αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καίγονταν ήταν… οι γονείς μου. Τους μάζεψαν… Αλλά τι μάζεψαν; Στάχτες».


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗ

«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις για τη μητέρα μου»

«Χάσαμε φίλους, γείτονες και, δυστυχώς, δεν έχω ακούσει από κανέναν συγγνώμη. Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή», κατέθεσε η Αγγελική Κωνσταντάκη, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά και τραυματίστηκε η ίδια. «Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα. Έβρεχε καύτρες. Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε και έπεσε. Εκείνη την ώρα, μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να τη μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου, με άρπαξε για να σώσει εμένα. Έμεινα για έξι ώρες στη θάλασσα γνωρίζοντας ότι η μητέρα μου είχε πλέον χαθεί».


ΒΑΣΙΑ ΜΟΥΤΑΦΗ

«Είδα τον αδελφό μου να πνίγεται…»

Η Αθηνά Μουτάφη, τα δύο της παιδιά, Βάσια και Βίκτωρας, μαζί με τη φίλη τους, Αιμιλία, έφυγαν από τα σπίτια τους σε κατάσταση πανικού για να ξεφύγουν από τις… πύρινες γλώσσες. «Η Αιμιλία, η φίλη της μαμάς μου, έχασε της αισθήσεις της έπειτα από κάποια ώρα στο νερό. Η μαμά μου προσπάθησε να την κρατήσει δίπλα της γιατί ήθελε να την πάει στα παιδιά της», είπε στο δικαστήριο η Βάσια. «Ο αδελφός μου ο Βίκτωρας, όταν κατάλαβε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή, πανικοβλήθηκε. Υστερα από δύο κύματα ο Βίκτωρας “έφυγε”. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Εγώ τον κρατούσα. Μου είπε “αν συνεχίσεις να τον κρατάς, θα… φύγεις κι εσύ, θα… φύγω κι εγώ”. Τον άφησα να… φύγει», κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια.


ΓΕΩΡΓΙΑ ΞΥΡΑΦΑΚΗ

«Ταυτοποιήσαμε τα κορίτσια μου από τα μασελάκια»

Σφιχταγκαλιασμένοι στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου, απασχόλησε τις προηγούμενες ημέρες το δικαστήριο. «Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά μου συνεχόμενα γιατί πήγαιναν με τα παιδιά προς Νέα Μάκρη. Δεν πιάναμε γραμμή. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν “δεν έχουμε να σας πούμε κάτι”», είπε η μάρτυρας, που αναθάρρησε όταν κυκλοφόρησε ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που έμοιαζαν στα παιδιά της. «Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Έπειτα, όμως, ξεκίνησε ένα άλλο μαρτύριο, γιατί μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν “τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό”, άλλοι μας έλεγαν “ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν”. Στις 27 Ιουλίου ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς, μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοιχτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία, δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν, με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε στις 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις έδιναν ούτε για να τις θάψουμε», είπε η Γεωργία Ξυραφάκη, διατυπώνοντας την πεποίθηση ότι «παγιδεύτηκαν γιατί δεν τους επέτρεπαν επιστροφή προς Αθήνα».


ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

«Ενας ρόγχος και μετά εξέπνευσε ο πατέρας μου»

Τη στιγμή που ο ιερέας πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή στη θάλασσα περιέγραψε στο δικαστήριο η Ελένη Παπαποστόλου. «Ήταν σαν κόλαση. Βρήκαμε δίοδο και φτάσαμε στη θάλασσα. Πήγαμε και καθίσαμε σε έναν ύφαλο. Ο πατέρας μου ήταν ψύχραιμος, ήταν πάντα ένας “βράχος”. Λέγαμε “δίπλα είναι το λιμάνι της Ραφήνας”, δεν πανικοβληθήκαμε. Λέγαμε “κάποιος θα έρθει”. Κάποια στιγμή άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις, λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Η θάλασσα αγρίεψε, μεγάλη θαλασσοταραχή. Πάρα πολύς αέρας, πάρα πολλά κύματα. Πάρα πολύς καπνός. Μπήκαμε στο νερό και αρχίσαμε να παλεύουμε. Ξαφνικά είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Ενας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα την κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα…».


Related Posts