Συγκλονιστική υπήρξε η κατάθεση στο δικαστήριο και στη δίκη για τους υπευθύνους με την εκατόμβη των νεκρών στο Μάτι του δικηγόρου Παναγιώτη Κωνσταντάκη ο οποίος βίωσε την τραγωδία και περιέγραψε τη φρίκη της καταστροφής.
Ο μάρτυρας ανέφερε ότι η τότε κυβέρνηση γνώριζε για τους νεκρούς, δηλώνοντας πως «κάποια πράγματα δεν θα τα συγχωρήσουμε ποτέ», ενώ αναλυτικά αφηγήθηκε την βιωματική του εμπειρία με τη λαίλαπα της φωτιάς.
Αναλυτικά η κατάθεση του μάρτυρα:
«Εύχομαι κανείς να μη βιώσει αυτό που βιώσαμε. Να είσαι στο νεκροτομείο και να βιώνεις τη μυρωδιά της σαπίλας και του καμένου για να ακούσουμε μετά ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ήρθαν και μου είπαν 2.000 τι να τα κανείς; Ο πρωθυπουργός της χώρας. Κάποια πράγματα δε θα τα συγχωρήσουμε ποτέ.
Την ημέρα της πυρκαγιάς ήμουν στο γραφείο μου στη Γλυφάδα. Άκουσα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Έχω μεγαλώσει στην περιοχή και ήξερα ότι έχει δυτικούς και βορειοδυτικούς ανέμους. Ήξερα ότι είναι για το Μάτι κίνδυνος θάνατος» είπε ο μάρτυρας που αμέσως επικοινώνησε με την οικογένεια της αδελφής του που ζει το Μάτι μαζί με τη μητέρα τους.
«Κάποια στιγμή όταν έφτασα στο σπίτι μου λέω ας ανοίξω την τηλεόραση να δω τι γίνεται. Βλέπω τη Μαραθώνος να καίγεται. Αναγνώρισα το σημείο ήταν 50 μέτρα από το πατρικό μου σπίτι. Τρελάθηκα! Λέω έχει περάσει στο Μάτι, καιγόμαστε. Παίρνω τηλέφωνο την αδελφή μου, δεν το σήκωνε. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και απάντησε ο γαμπρός μου. Του λέω τι γίνεται, που είστε; Μου λέει είμαστε σε μια μικρή παραλία. Καλά είμαστε. Άκουγα μέσα από το τηλέφωνο κραυγές και ίσως εκρήξεις. Άκουγα την αδελφή μου, δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ρώτησα για τα παιδιά και μου είπαν έφυγαν σε άλλη κατεύθυνση. Λέω η μάνα μου που είναι; Μου λέει η μάνα σου δεν πρόλαβε», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια περιέγραψε τη διαδρομή της οικογένειας του το μοιραίο απόγευμα, όπως του τη μετέφεραν οι δικοί του άνθρωποι που την βίωσαν.
«Ξεκίνησαν να φύγουν από το σπίτι όταν έπεσε το ρεύμα, γύρω στις 18.20. Κατάλαβαν ότι είναι άσχημα τα πράγματα. Μπήκαν στο αυτοκίνητο να φύγουν λόγω της μητέρας μου. Βγαίνοντας στην παραλιακή θέλησαν να πάνε Νέα Μάκρη. Δυστυχώς διοχέτευαν τα αυτοκίνητα μέσα στο Μάτι. Βγαίνοντας η αδελφή μου να πάει προς Νέα Μάκρη έπεσαν σε μποτιλιάρισμα από αμάξια που παρατούσε ο κόσμος για να σωθεί από τη φωτιά. Η αδελφή μου τότε έκανε δεξιά. Χωρίστηκε η οικογένεια. Τα παιδιά πήγαν προς το λιμάνι και ο γαμπρός μου ακολούθησε την αδελφή μου και τη μητέρα μου. Έφτασαν στο ύψος της Περικλέους. Έβαλαν το αμάξι σε μια εσοχή απέναντι από μια από τις 14 διόδους του Ματιού που έχουν πρόσβαση στην παραλία».
Όπως περιέγραψε, εκείνη τη στιγμή άρχισαν να πέφτουν καύτρες και η κατάσταση δυσκόλεψε επικίνδυνα. «Περπάτησαν σε ένα κακοτράχαλο σημείο, προσπαθούσαν να μπουν σε κάποια από τις καθόδους για τις παραλίες. Σε κάποιο σημείο υπήρχε ένα πεύκο μεγάλο και η μητέρα μου σκόνταψε σε μια από τις ρίζες. Την ώρα που πήγαν να την βοηθήσουν η αδελφή μου και γαμπρός μου η φωτιά χτύπησε τη μητέρα μου. Προσπάθησαν να τη βοηθήσουν, εκείνη είχε χάσει τις αισθήσεις της. Έκαναν 40 μέτρα και βρήκαν μια κάθοδο σε παραλία και βρήκαν αλλά 20-30 άτομα. Σπασμένα πόδια, πλευρά, εγκαύματα και έμειναν εκεί μέχρι τις 12.30 το βράδυ χωρίς να ασχοληθεί κανείς».
«Ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί»
Την άποψη ότι υπήρχαν νεκροί στο Μάτι και το γνώριζαν από νωρίς εξέφρασε ο μάρτυρας, εξηγώντας ότι: «Στις 18.20 έφυγαν από το σπίτι και η μητέρα μου «έφυγε» 18.45 και ήδη υπήρχαν πολλοί νεκροί. Εγώ το έμαθα 19.10 ότι έχουμε νεκρό. Από τις πληροφορίες που έμαθα μετά υπήρχαν και άλλοι, τουλάχιστον 10 νεκροί μέχρι τις 19.30. Η κατάσταση ήταν δυο λαλούν και τρεις χορεύουν. Ήξεραν ότι υπήρχαν νεκροί».
Σε σημείο της κατάθεσής του ο μάρτυρας ξέσπασε, λέγοντας πως δεν έφυγε κανένα πτητικό μέσο να ανακόψει τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. «Είμαι πεπεισμένος ότι η φωτιά της Κινέτας που έκαιγε από το πρωί έχει επηρεάσει και τους ανέμους. Όταν ξεκίνησε στην Πεντέλη ήταν αρκετά δύσκολη η κατάσταση και δεν ήρθε ένα πτητικό μέσο να ανακόψει».
Τι κατέθεσε η Μαργαρίτα Φύτρου που έχασε τον αδελφό της και τα δύο του παιδιά – Ανυπαρξία κάθε μέτρου από την τότε κυβέρνηση καταγγέλλουν οι μάρτυρες
Η κυρία Μαργαρίτα Φύτρου, η οποία έχασε τον αδελφό της και τα δυο ανήλικα παιδιά του στην πύρινη λαίλαπα, συγκλόνισε με την κατάθεσή της στο δικαστήριο, περιγράφοντας τις στιγμές που βίωσε όταν αρχικά έμαθε πως η μικρή της ανιψιά, η Εβίτα, ήταν ήδη νεκρή, ενώ εκείνη έψαχνε τον αδελφό της και τα παιδιά του ώστε να μάθει αν ζουν και πού βρίσκονται.
«Την φωτιά την παρακολούθησα από ΜΜΕ. Έκανα αλλεπάλληλες προσπάθειες επικοινωνίας. Αμέσως με ζώσανε μαύρες σκέψεις επειδή ήξερα την περιοχή», είπε η μάρτυρας αρχίζοντας την κατάθεσή της για να περιγράψει στη συνέχεια τα αγωνιώδη τηλέφωνα που έκανε σε γνωστούς και φίλους στην περιοχή, αφού δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει τον αδελφό της. «Στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε “το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό”. Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν αδελφός μου. Η διαδρομή του αδελφού μου προς διάσωση ήταν θανάσιμη. Την άλλη ημέρα εντός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Ο αδελφός μου διακρινόταν για τη στοργικότητα του ως πατέρας και εάν είχε λάβει στοιχειώδη ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα. Το αυτοκίνητο του βρέθηκε ανέπαφο κατά τραγική ειρωνεία στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Εάν είχε ενεργοποιηθεί το “112” θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Έπειτα από εννέα μήνες, έφυγε και ο πατέρας με αυτόν τον καημό. Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…».
Νωρίτερα, νεαρή γυναίκα περιέγραψε στο ακροατήριο, τα όσα βίωσε μέχρι να εντοπίσει απανθρακωμένο τον πατέρα της μέσα στο αυτοκίνητό του, 100 μέτρα μακριά από το σπίτι τους. «Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα», ανέφερε η μάρτυρας, Παρασκευή Τσάμπρου, ενώ τις ίδιες φρικτές εικόνες μετέφεραν με τις καταθέσεις τους στο δικαστήριο τόσο η σύζυγος όσο και ο γιος του θύματος. Και οι τρεις μάρτυρες κατέθεσαν πως εκείνες τις τραγικές στιγμές, δεν υπήρχε ούτε ένα πυροσβεστικό μέσο, ούτε αεροπλάνο, ούτε όμως ποτέ ακούστηκε, όπως ανέφεραν, κάποια σειρήνα για να τους προϊδεάσει για την καταστροφή που έρχονταν.
«Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε – δε ξέρω ποιος – “κοίταξε καλύτερα”. Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορτ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί», είπε η κ. Τσάμπρου, η κόρη του αδικοχαμένου άνδρα για να προσθέσει με δάκρυα στα μάτια: «Δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδί και μετά μου είπαν “κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδί έπρεπε να πάτε στο Σχιστό”. Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδί, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».
Όπως ανέφερε η μάρτυρας, το μεσημέρι της ημέρας που ξέσπασε η πυρκαγιά ή ίδια απουσίαζε από το σπίτι της στο Μάτι, καθώς βρίσκονταν σε ένα φιλικό της σπίτι στα Γλυκά Νερά. «Ξαφνικά εκεί που βλέπαμε τηλεόραση και έλεγε για τη φωτιά στη Κινέττα είδα να λένε και για φωτιά στο Ν. Βουτζά. Αμέσως κάλεσα τον πατέρα μου, μου είπε ήταν όλοι καλά στο σπίτι. Μίλησα με τον πατέρα μου στις 17:41. Μου είπε ότι θα ξεκινήσουν να μαζεύουν τα πράγματά τους για να φύγουν, έπρεπε να βάλουν στο αμάξι τον παππού και το σκύλο μας. Έφυγαν με δυο αυτοκίνητα. Στο ένα ήταν ο πατέρας μου με το σκύλο μας. Στο άλλο ο αδελφός μου, η μητέρα μου και ο παππούς μου. Περίπου 100 μέτρα από το σπίτι μας ξαφνικά τους περικύκλωσε ένα μαύρο πέπλο καπνού, ο αδελφός μου έκανε αναστροφή και προσπάθησαν να φύγουν από άλλη κατεύθυνση… Εκείνες τη στιγμές προσπαθούσα να τους καλέσω. Το τηλέφωνο του πατέρα μου απάντησε και έκλεισε κατευθείαν. Χάθηκε κάθε επικοινωνία. Με τον αδελφό μου που μίλησα μου είπε ότι είχαν φτάσει σε ένα ξέφωτο στο Ν. Βουτζά».
Στη συνέχεια, η μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειες που κατέβαλλε μαζί με τον αδελφό της για να βρουν τον πατέρα τους. «Αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο κέντρο Υγείας Ραφήνας στις 2:30 το βράδυ. Μας είπαν ότι το είχαν εκκενώσει. Μας προέτρεψαν να πάμε στο Λιμάνι της Ραφήνας που βγάζανε ανθρώπους με βάρκες. Δεν βρίσκαμε τίποτα. Στο λιμεναρχείο μας είπαν να δηλώσουμε τον πατέρα μου αγνοούμενο. Αφήσαμε τα στοιχεία του πατέρα μου και τα τηλεφωνά μας σε κάποια άτομα που ήταν από το Ερυθρό Σταυρό, στο Λιμάνι».
Νωρίτερα, η κόρη του θύματος είχε καταθέσει πως στις 2:30 τα ξημερώματα έφτασε στο σπίτι της με έναν εθελοντή και άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν τον πατέρα της. «Μπήκαμε στο σπίτι και ενώ ψάχναμε, συνειδητοποιήσαμε ότι το σπίτι καίγονταν. Φωνάξαμε ένα Πυροσβεστικό αλλά χωρίς ανταπόκριση. Ο εθελοντής και ένας ακόμη μπήκαν στο σπίτι μας με κίνδυνο της ζωής τους, δεν είχαν τίποτα για προστασία. Κατάφεραν να περιορίσουν τη φωτιά και διαπίστωσαν ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα. Δεν υπήρχε κανείς να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. Απλά τους άφησαν έτσι στο έλεος…. Ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα», είπε η νεαρή γυναίκα.
Ακόμη, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της η ίδια ανέφερε πως 70 περίπου ημέρες πριν τη φονική πυρκαγιά, πολύ κοντά στην περιοχή τους είχε γίνει «μια πολύ ωραία» άσκηση ετοιμότητας. Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η ειρωνεία είναι ότι όταν έγινε η άσκηση υπήρχαν τα ίδια δεδομένα όπως εκείνη την ημέρα της πυρκαγιάς, ίδιοι άνεμοι, οι ίδιες συνθήκες. Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, Drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. Σε παλαιότερες πυρκαγιές μας είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε “εκκενώστε”. Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα….».
Ακολούθως στο δικαστήριο κατέθεσε, ο γιος του θύματος Νικόλαος Τσάμπρος, ο οποίος ανέφερε: «Ο πατέρας μου πήρε το σκύλο μαζί τον έβαλε στο αμάξι και γύρω στα 6:50 φύγαμε από το σπίτι. Έφευγαν αρκετοί, απ τη γειτονιά. 100 μέτρα από το σπίτι μας κατάλαβα πως ήταν αδύνατον να περάσω. Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα… Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο δεν το έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση. Μετά από 30 περίπου λεπτά προσπαθήσαμε να πάμε σε ένα φιλικό σπίτι στα Γλύκα Νερά Ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο λιμενικό μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητό του κάθετα που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε».
Ο μάρτυρας ανέφερε πως εκείνη την ημέρα, «ήμασταν μόνοι μας» καθώς όπως είπε δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβεστικά, ούτε αεροπλάνα. Όπως είπε, το μόνο που είδε ήταν ιδιώτες, που προσπαθούσαν να βοηθήσουν.
Τέλος, η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου, είπε στο ακροατήριο: «Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε. Εγώ ο πατέρας μου και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δεν ξέραμε που πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερο να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν; Δεν ξέρω τι να πω….».
Εισαγγελέας: Ζητήσατε κάποια εξήγηση;
Μάρτυρας: Τι να την κάνω την εξήγηση; Δε μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, έχασα τον άνδρα μου. Να πουν τι; Γιατί δεν μπόρεσαν;
Η δίκη θα συνεχιστεί την 1η Δεκεμβρίου. {πηγή}