Στις 23 Ιουλίου 2018, η φωτιά στο Μάτι δεν έκαψε μόνο δέντρα και σπίτια. Έκαψε ανθρώπους, οικογένειες, όνειρα. Όσοι σώθηκαν, κουβαλούν στην ψυχή τους έναν ατέλειωτο εφιάλτη: την ενοχή του επιζήσαντα, τον θρήνο για τους χαμένους, την οργή για ένα κράτος που απουσίαζε όταν έπρεπε να προστατεύσει.
Σήμερα, σχεδόν επτά χρόνια μετά, η Δικαιοσύνη δοκιμάζεται. Η φονικότερη πυρκαγιά στην Ευρώπη του 21ου αιώνα χαρακτηρίστηκε «πλημμέλημα». Οι υπεύθυνοι παραμένουν ατιμώρητοι. Οι επιζώντες και οι συγγενείς των θυμάτων δίνουν τη δική τους μάχη, όχι μόνο για τη μνήμη των 104 νεκρών, αλλά για να μην επιτρέψουν άλλη τέτοια τραγωδία.
Στις 12 και 13 Μαρτίου, στο Εφετείο Αθηνών, η παρουσία όλων μας είναι απαραίτητη. Όχι μόνο για το Μάτι, αλλά για κάθε αδικοχαμένη ζωή που μετατράπηκε σε στατιστικό στοιχείο. Για να μην ξεχαστεί. Για να μην ξανασυμβεί.
Στις 23 Ιουλίου 2018 μπήκαμε στη θάλασσα στο Μάτι με τη γιαγιά μου, όχι για να κολυμπήσουμε, -δεν κολυμπούσε άλλωστε πλέον στη θαλασσα γιατί φοβόταν μην πάθει καρδιά, έλεγε-, ούτε για να χαρούμε το καλοκαίρι, αλλά για να σωθούμε. Η θάλασσα ήταν η μόνη μας επιλογή, η μόνη μας διέξοδος. Είχα χάσει ήδη μέσα στην μαυρίλα της φωτιάς και τους καπνούς τη μαμά μου και τον μπαμπά μου κι έτσι η απόφαση ήταν μονόδρομος, πήρα την γιαγιά και μπήκαμε στην θάλασσα. {πηγή}
Οι φλόγες ήταν τεράστιες και ο αέρας καυτός, δε μπορούσαμε να κοιτάμε πίσω, προς την φωτιά. Συγχρόνως η θάλασσα από τον έντονο αέρα αγρίεψε απότομα.
Την κράταγα με δυσκολία και της έλεγα να μη με σφίγγει γιατί θα πνιγούμε και οι δύο, εκείνη στην αρχή έλεγε ασυναρτησίες, είχε ξεκινήσει ήδη να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, ειχε ζαλιστεί από τον καπνό και από το νερό που έπινε καθώς παλεύαμε να μείνουμε στην επιφάνεια. Άρχισε να βγάζει αφρούς απ’ το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω.
Με πλησίασαν δύο παιδιά γύρω στα 30. Με ρώτησαν πως με λένε, τους απάντησα. Τους είπα πως η γιαγιά μου μάλλον έχει πεθάνει και τους ζήτησα να με βοηθήσουν να την βγάλουμε έξω στη στεριά. Μου είπαν πως δεν γίνεται να πλησιάσουμε έξω, να γυρίσουμε πίσω, πως η γιαγιά μου πέθανε και πως τώρα πρέπει να συνεχίσω το κολύμπι για να ζήσω, πως είμαι νέα. Μου είπαν να αφήσω την γιαγιά μου και να πάω μαζί τους, να πάμε πιο πέρα να μην έρχονται οι φλόγες και οι αναθυμιάσεις.
Ούρλιαζα, έκλαιγα για κάποια λεπτά αλλά πραγματικά δεν είχα άλλη επιλογή έπρεπε να αφήσω την γιαγιά μου και να ακολουθήσω τα παιδιά.. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρήκαμε ένα άλλο παιδί, ερχόταν στον Άγιο Ανδρέα να βρει το 10 μηνών μωράκι του και τη γυναίκα του όταν ξέσπασε η φωτιά όπου και αναγκάστηκε να αφήσει το αμάξι και να βουτήξει στη θάλασσα να σωθεί. Δεν ήξερε πού βρίσκονται οι δικοί του, παρακαλούσε να είναι ζωντανοί.
Ήμασταν πλέον στα ανοιχτά. Μέσα σε λίγη ώρα μας είχαν πάρει τα κύματα και απλά υπήρχαμε. Χωρίς καμία βοήθεια. Όταν λέμε καμία εννοούμε τίποτα, βυθός, πανικός και σιωπή. Όσο κολυμπούσαμε βρίσκαμε κι άλλο κόσμο και γινόμασταν πιο πολλοί.
Ανά στιγμές ούρλιαζα και έκλαιγα πίστευα πως η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου κάηκαν ζωντανοί. Και ήξερα πολύ καλά πως έχει πεθάνει ήδη η γιαγιά μου.
Τα παιδιά μου λέγανε να μη φωνάζω, να κρατήσω τις δυνάμεις μου γιατί θα τις χρειαστώ. Με έπαιρνε το κύμα, ήμουν χαμένη και με επανέφερναν τα παιδιά πάλι κοντά τους, μαζί τους. Κάποια στιγμή βρήκαμε μια κυρία με την κόρη της. Κουβαλούσαν τον άντρα και πατέρα της κόρης. Ήταν νεκρός. Της είπα αντίστοιχα, μήπως να τον άφηνε για να έχουν δυνάμεις και κουράγιο να αντέξουν.
Εκείνη μου απάντησε πως δεν τον αφήνει. Ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωσα τις ενοχές να μου κατακλύζουν το κορμί. Εγώ δεν κράτησα την γιαγιά μoυ μαζί μου. Την άφησα πίσω. Οι ώρες κυλούσαν, περνούσαν αεροπλάνα, ελικόπτερα, σκάφη, φώναζα “ΒΟΗΘΕΙΑ” αλλά τίποτα.
Άρχισα να κρυώνω πολύ, να παγώνω, όλες αυτές τις ώρες περίμενα ποτέ θα πεθάνω. Σκεφτόμουν πως τώρα λογικά θα πεθάνω. Μετά σκεφτόμουν τις αδερφές μου την Άρτεμις και την Αριάδνη κι έλεγα τι θα κάνουν χωρίς μαμά, μπαμπά, αδερφή και γιαγιά; Σκεφτόμουν πώς μέσα σε λίγη ώρα χάθηκε όλη μου η οικογένεια. Οι ώρες περνούσαν και δεν πέθαινα. Απορούσα που δεν πέθαινα. Το περίμενα από στιγμή σε στιγμή.
Νύχτωσε και βλέπαμε μακρυά τα φώτα της Ραφήνας. Σκεφτόμουν πώς μάταια περιμένουμε, δε θα μας βρει κανείς στα ανοιχτά στο σκοτάδι. Η Ραφήνα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο λόγω ρεύματος αλλά εμείς κολυμπούσαμε λυσσαλέα προς αυτήν σαν να είμαστε μέσα σε μια κακή λούπα, που δεν λέει να σταματήσει. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα μικρό καΐκι. Ούρλιαξα με ότι είχα και δεν είχα από ενέργεια. Με όλη μου την δύναμη. Μας άκουσαν, δεν το πιστεύα ότι μας άκουσαν! Ένα καΐκι ήρθε να σταματήσει την λούπα αυτή που είχαμε παραδοθεί. Ήταν ένας Λαυριώτης καπετάνιος με 8 Αιγύπτιους ψαράδες εργαζομένους στο ψαροκάικο του. Είχαν βγει να σώσουν ανθρώπους από την πυρκαγιά. Και μας έσωσαν, πράγματι αυτοί οι άνθρωποι μας έσωσαν από βέβαιο θάνατο.
Ανεβήκαμε στο καΐκι, μας έδωσαν κουβέρτες, νερά και φρούτα. Μας έδωσαν τα τηλέφωνα τους να καλέσουμε τους ανθρώπους μας. Πήρα τηλέφωνο την αδερφη μου την Άρτεμις, τρέκλιζε και έκλαιγε δεν το πίστευε ότι ήμουν ζωντανή, δε μπορούσε να αρθρώσει. Λίγα λεπτά μετά βρήκαμε μια κοπέλα που κολυμπούσε ολομόναχη. Ανέβηκε στο καΐκι κι εκείνη, ήταν συνομήλικη μου. Αγκαλιαστήκαμε, δεν γνωριζόμασταν, κλαίγαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης. Ήταν ηρωίδα, ήταν όλες αυτές τις ώρες μόνη της, ολομόναχη και παρόλα αυτά πάλεψε με τα κύματα, και τον πανικό και τα κατάφερε.
Όταν φτάσαμε στην Ραφήνα, το λιμενικό μας ζήτησε ονόματα για καταμέτρηση. «Που ήσασταν; Που ήσασταν τόσες ώρες;» τους ούρλιαζα.
Έτρεξα στην αγκαλιά της αδελφής μου, συγγενείς και φίλοι μας ήταν εκεί, μου είπαν να πάω στο κέντρο υγείας. Ήμουν μαύρη απ’ τους καπνούς, παπαριασμενη απ’ το νερό, σοκαρισμένη, πανικοβλημένη και εξουθενωμένη.
Έμαθα ότι ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ζουν. Δεν τους είχαν φέρει ακόμη από την παραλία, περίμεναν βάρκα, η μαμά μου ρωτούσε αν είναι καλά η μαμά της, -η γιαγιά μου.-
Ήταν η στιγμή που έπρεπε να τους πω και να συνειδητοποιήσω κι εγώ η ίδια ξεστομίζοντας το, ότι η γιαγιά πέθανε στα χέρια μου μέσα στην θάλασσα και αναγκάστηκα να την αφήσω πίσω για να σωθώ.
Από το κέντρο υγείας μας έστειλαν στον Ευαγγελισμό όπου πήγαμε για οξυγόνο και έναν τυπικό έλεγχο. Επικρατούσε ο απόλυτος πανικός. Κατάλαβα ότι δεν είχε λειτουργήσει τίποτα. Ούτε ενημέρωση υπήρχε , ούτε ο περιβόητος κρατικός μηχανισμός, ούτε σχέδιο διάσωσης και απεγκλωβισμού. Τίποτα.
Οι επόμενες μέρες ηταν γεμάτες αλληλεγγύη από όλο τον κόσμο. Βέβαια για μένα οι επόμενες μέρες ήταν ένας εφιάλτης. Φοβόμουν το σκοτάδι, φοβόμουν να μείνω μόνη μου, φοβόμουν τα πάντα, και αυτό που με βαραίνει πιο πολύ ήταν ότι δεν είχαν βρει ακόμα το πτώμα της γιαγιάς μου. Όταν μετά από μέρες την βρήκανε κάναμε την κηδεία με την γιαγιά μου μέσα σε σακούλα, μας είπαν πως από τα πολλά υγρά είχε παραμορφωθεί και πως θα ήταν αποτρόπαιο το θέαμα.
Κόσμος με ρωτούσε χωρίς να έχουν την παραμικρή ενσυναίσθηση του πόσο τραυματικές μπορεί να είναι κάποιες ερωτήσεις “μα καλά εσύ γιατί πήρες ρε πουλάκι μου την γιαγιά σου στη θάλασσα;” λες και υπήρχε λογική εκείνη την στιγμή, λες και υπήρχε άλλη επιλογή. ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΠΡΕΠΕ ΕΓΩ ΣΤΑ 22 ΜΟΥ ΝΑ ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. Κανένα κράτος, κανένας αρμόδιος, κανένας δεν βρέθηκε να πει ότι δικαιούσαι εσύ και όσοι το έχουν ανάγκη, όσα χρόνια χρειαστεί ψυχοθεραπεία ή ειδική ψυχιατρική θεραπεία και παρακολούθηση ώστε να επουλωθεί ή έστω να αντιμετωπιστεί το τραύμα. Κανένας. Τίποτα. Μόνη μου πάλευα τα επόμενα χρόνια, χωρίς να έχω καλή οικονομική κατάσταση, χωρίς κάποια σταθερά, να πηγαίνω για ψυχοθεραπεία μήπως και ελαφρύνει αυτή η ενοχή, μήπως και μπορέσω να μάθω να ζω με αυτό το τραύμα, καθώς ξέρω πως δεν θα κλείσει ποτέ.
Τα χρόνια πέρασαν κι έγινε η πρώτη δίκη, πρωτόδικα αθωώθηκαν σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι με τους 6 που κατηγορήθηκαν να κατηγορούνται με ποινές χάδι, εξαγοράσιμες. Και με μια δικαιοσύνη που έκρινε τη φονικότερη πυρκαγιά στην Ευρώπη και 2η φονικότερη παγκοσμίως στον 21ο αιώνα, ως ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ. Δηλαδή ο κρατικός μηχανισμός που δεν λειτούργησε, που για μια ακόμη φορά τα αντανακλαστικά του ήταν μηδενικά και εγκληματικά ανύπαρκτα, Πυροσβεστική, Γενική Γραμματεία Πολιτικής προστασίας, Περιφέρεια, Δήμοι ήταν όλοι αυτοί, οι οποίοι δεν έπραξαν αυτά που έπρεπε όταν ήταν αναγκαίο την κατάλληλη στιγμή και αποφάνθηκε η Ελληνική Δικαιοσύνη πως δεν φέρει κανένας καμία ευθύνη. Αντ’ αυτού η υπόθεση Μάτι έγινε μπαλάκι για να εξυπηρετήσει κομματικούς σκοπούς. Έτσι φτάνουμε στο σήμερα, που εδώ και μήνες έχει ξεκινήσει η δίκη αυτή που βρίσκεται στο δεύτερο βαθμό εκδίκασης για τη δικαίωση των οικογενειών των 104 νεκρών θυμάτων, οι συγγενείς των θυμάτων και επιζήσαντες ήμασταν και είμαστε τουλάχιστον εξοργισμένοι με την πρωτόδικη απόφαση, και έχουμε μια δίκη τόσο μεγάλη, τόσο σημαντική, η οποία διεξάγεται σε άδειες αίθουσες. Καμία δημοσιογραφική κάλυψη τόσους μήνες, η μόνη μας ελπίδα ο αλληλέγγυος κόσμος που μας συμπαραστέκεται.
Σε αυτή την πυρκαγιά καήκανε ολόκληρες οικογένειες, χαθήκανε πολλά μικρά παιδιά, γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, κάτοικοι, περαστικοί, ακόμα και τουρίστες.
ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ ΞΑΝΑ.
ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ, ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΑΣ ΣΤΙΣ 12 (ΠΙΘΑΝΟΝ ΚΑΙ 13) ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΙΘΟΥΣΑ Δ4 ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ, ΣΤΙΣ 9.00 ΤΟ ΠΡΩΙ.
Ο συνομήλικος Β. ήταν 5 ώρες στην θάλασσα και δεν τα κατάφερε. Εγώ τα κατάφερα. Μια ζωή θα κουβαλάω την ενοχή του επιζήσαντα. Ενοχή που τα κατάφερα εγώ και όχι ο Β., όχι οι άλλοι.
Να είμαστε όλοι εκεί για όλους τους συγγενείς των 104 ανθρώπων που δεν τα κατάφεραν και για όλους όσους μείναμε πίσω και φυσικά για τους εγκαυματιες που παλεύουν να κρατηθούν στη ζωή αξιοπρεπώς. Κι όπως καλά είπε κι η Μάγδα Φύσσα «όσοι βάζουνε πενθόμετρο, καλά θα κάνουν να το βουλώσουν».
Ας είμαστε όλοι μαζί, για το Μάτι, για τα Τέμπη, την Πύλο, την Μάνδρα κι ας ελπίσουμε πως δεν θα ξανά θρηνήσουμε αλλά θύματα.