Η τραγωδία στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018, που άφησε πίσω της 104 νεκρούς και αμέτρητες κατεστραμμένες οικογένειες, παραμένει ένα ανοιχτό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Κι όμως, χρόνια μετά, το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να αντιμάχεται τους συγγενείς των θυμάτων, επιμένοντας σε εφέσεις κατά των αποζημιώσεων που επιδικάζονται από τα δικαστήρια. Η στάση αυτή δεν είναι μόνο νομικά και ηθικά αμφισβητήσιμη, αλλά εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το αν το κράτος έχει μάθει οτιδήποτε από την τραγωδία.
Σε μια σειρά δικαστικών ενεργειών, που φανερώνουν μια διάθεση αποποίησης ευθυνών, το Δημόσιο επιμένει να αμφισβητεί ακόμα και την ίδια την ανάγκη αποζημίωσης των οικογενειών, φτάνοντας στο σημείο να υπονοεί ακόμα και ευθύνη των ίδιων των θυμάτων.
Η Δικαστική Μάχη για τις Αποζημιώσεις και η Στάση του Κράτους
Η στρατηγική του Δημοσίου στην υπόθεση του Ματιού δεν αποτελεί έκπληξη, αφού ακολουθεί μια πάγια τακτική καθυστέρησης και αποφυγής ευθυνών. Στην πιο πρόσφατη έφεση που κατατέθηκε, το Δημόσιο στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης που επιδίκασε αποζημίωση ύψους 312.000 ευρώ σε συγγενείς θύματος, επιχειρηματολογώντας πως τα αρμόδια κρατικά όργανα δεν φέρουν καμία ευθύνη για την καταστροφή.
Το σκεπτικό του ελληνικού Δημοσίου προκαλεί αγανάκτηση, καθώς, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστηρίζει ότι οι πολίτες θα έπρεπε να έχουν ενημερωθεί από αναρτήσεις στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ). Μάλιστα, η επιχειρηματολογία του Δημόσιου στην έφεση υποστηρίζει ότι η ταχύτητα της φωτιάς δεν επέτρεπε την παροχή άμεσων οδηγιών εκκένωσης, συνεπώς, δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στους κρατικούς φορείς.
Επιπλέον, στην έφεση τονίζεται ότι την παραμονή της καταστροφής είχε δημοσιευτεί χάρτης επικινδυνότητας και προειδοποιητικό δελτίο Τύπου που προειδοποιούσε για πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς. Το Δημόσιο ισχυρίζεται πως η πληροφόρηση αυτή ήταν αρκετή και πως οι πολίτες έφεραν μέρος της ευθύνης αν δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης.
Η Αμφισβήτηση της Ανάγκης Εκκένωσης
Ένα από τα πλέον εξοργιστικά σημεία της έφεσης είναι η αμφισβήτηση της ανάγκης για οργανωμένη εκκένωση της περιοχής. Το Δημόσιο επιχειρεί να αποδομήσει τους ισχυρισμούς των θυμάτων, υποστηρίζοντας πως ακόμα και αν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης, δεν διευκρινίζεται σε ποια χρονική στιγμή θα έπρεπε να διαταχθεί, ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να ακολουθηθεί, πόσος χρόνος θα απαιτούταν, και ποια ήταν η φυσική κατάσταση των θυμάτων πριν το συμβάν.
Με αυτή τη λογική, ουσιαστικά επιχειρείται να μεταφερθεί μέρος της ευθύνης στα ίδια τα θύματα και τις οικογένειές τους, αφήνοντας στην άκρη το προφανές: την κρατική ανεπάρκεια στον συντονισμό και τη διαχείριση κρίσεων.
Η Ηθική και Νομική Διάσταση της Υπόθεσης
Η επιμονή του Δημοσίου να εφεσιβάλλει αποφάσεις που δικαιώνουν τις οικογένειες των θυμάτων είναι μια προσβολή προς τους ανθρώπους που έχασαν δικούς τους στην τραγωδία. Αντί να αναλάβει τις ευθύνες του, το κράτος συνεχίζει να πολεμά δικαστικά τους πολίτες του, αναλώνοντας χρόνο και χρήμα σε νομικές διαμάχες αντί να επιδιώξει τη δικαίωση των θυμάτων και την πρόληψη παρόμοιων τραγωδιών στο μέλλον.
Το μήνυμα που στέλνει η στάση αυτή είναι αποκαρδιωτικό: το κράτος όχι μόνο αποτυγχάνει να προστατεύσει τους πολίτες του, αλλά και όταν αποδεικνύεται η αμέλειά του, προσπαθεί να αποφύγει κάθε ευθύνη με νομικίστικα τεχνάσματα.
Αυτή η υπόθεση δεν αφορά μόνο το Μάτι. Είναι ένα σύμβολο της αδυναμίας των ελληνικών θεσμών να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να παρέχουν δικαιοσύνη στους πολίτες που πλήττονται από καταστροφές λόγω κρατικής αδιαφορίας και ελλιπούς προετοιμασίας.
Η δικαστική διαμάχη για το Μάτι συνεχίζεται, αλλά η πραγματική ερώτηση είναι αν το ελληνικό κράτος έχει μάθει κάτι από αυτή την τραγωδία. Αντί να σταθεί δίπλα στις οικογένειες των θυμάτων, επιλέγει να τις αντιμετωπίσει ως αντιπάλους στα δικαστήρια, προβάλλοντας επιχειρήματα που μειώνουν την αξία της ανθρώπινης ζωής και αποφεύγουν την ουσία της υπόθεσης: την ανάγκη για ευθύνη, δικαιοσύνη και, κυρίως, αλλαγή.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι: πότε θα αναλάβει το κράτος τις ευθύνες του; Και το πιο σημαντικό, πόσες ακόμα τραγωδίες θα χρειαστούν μέχρι να συμβεί αυτό;
Αναφέρει:
“Στην προκειμένη περίπτωση από τα κάτωθι στοιχεία / γεγονότα αποδεικνύεται ότι πράγματι η ένδικη πυρκαγιά, ως περιστατικό ανωτέρας βίας, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με οποιαδήποτε μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, δηλαδή ούτε με την διαφορετική διαχείριση των πόρων του πυροσβεστικού σώματος, ούτε με το μέτρο της σε πραγματικό χρόνο πληροφόρησης των κατοίκων, ούτε με τη διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών:
«Εάν είχε κρίνει ορθώς το Πρωτοδικείο, θα είχε διαγνώσει ότι ήταν απολύτως αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατ’ αρ. 159 Κ.Δ.Δ., καθώς από την εξέταση των ισχυρισμών της υπό κρίσην αγωγής προέκυψαν ζητήματα, για τα οποία απαιτούνται ειδικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Η αιφνίδια μεταβολή του καιρού και ιδίως του ανέμου από το απόγευμα της 23ης.07.2018, η σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο, η αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών, η αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους (πλάτους, ύψους) της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός της ταχύτητας και του τρόπου επέκτασης της πυρκαγιάς, ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε μια μαζική εκκένωση πληθυσμού και ο υπολογισμός του χρόνου που θα απαιτούσε η μετακίνηση πρόσθετων δυνάμεων από περιφέρειες που δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο φωτιάς, ο υπολογισμός του χρόνου μετάβασης των θαλασσίων μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος από τον Πειραιά στην Ανατολική Αττική κ.α. αποτελούν επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα, τα οποία ήταν αναγκαίο να εξεταστούν και να απαντηθούν από ειδικό εμπειρογνώμονα που θα όριζε το Πρωτοδικείο, προκειμένου το Δικαστήριο να μορφώσει την κρίση του επί της υπό εξέταση αγωγής» αναφέρει μεταξύ άλλων στην έφεσή του το Δημόσιο.
Και επισημαίνει πως «κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και χωρίς αιτιολογία, άλλως με ανεπαρκή, άλλως αντιφατική αιτιολογία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κατά την αρχική προσβολή της από τα επίγεια και εναέρια μέσα του Πυροσβεστικού Σώματος δεν ήταν έγκαιρη και επιχειρησιακά επαρκής, καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των οργάνων του Πυροσβεστικού Σώματος, ότι υπήρχε έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των πυροσβεστικών δυνάμεων με συνέπεια την καθυστερημένη επέμβαση των δυνάμεων, την αποτυχία κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο αρχικό στάδιο και την πλημμελή τροχονομική διαχείριση των οχημάτων, και έκρινε περαιτέρω ότι τα ανωτέρω συνιστούν παράνομες πράξεις και παραλείψεις, ενώ, εάν είχε κρίνει ορθώς, θα είχε δεχθεί ότι δεν υπήρξε, ούτε αποδείχθηκε, παρανομία των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου».
Τα επιχειρήματα του Δημοσίου για μη καταβολή αποζημίωσης
Εν όψει των ανωτέρω προκύπτουν οι εξής ειδικότερες πλημμέλειες τις προσβαλλομένης απόφασης:
(α) Μη ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 2612/1998, 68 παρ. 4 περ. β του Ν. 4249/2014 και 6 παρ. 5 περ. β του Ν. 3013/2002, κρίνοντας ότι από αυτές απορρέουν δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών (σειρές 8η έως και 14η της 85ης σελ. της προσβαλλομένης). Εάν είχε ορθώς ερμηνεύσει τις ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις, θα είχε κρίνει ότι έχουν τεθεί αποκλειστικώς με σκοπό την οργάνωση των υπηρεσιών των αρμόδιων φορέων. Σε κάθε περίπτωση, αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι τα αρμόδια κρατικά όργανα εφάρμοσαν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και ενήργησαν -με αυταπάρνηση και με κίνδυνο της ζωής τους- ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για την πρόληψη εκδήλωσης πυρκαγιάς, για την κατάσβεση της πρωτοφανούς έκτασης και έντασης ένδικης πυρκαγιάς και για την προστασία της ζωής και της περιουσίας των ιδιωτών.
(β) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και διέγνωσε ότι το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, αν και «… γνώριζε […] ότι υπήρχε πολύ υψηλός επικίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς στην Αττική την 23.07.2018…», εντούτοις παραβίασε την υποχρέωση να διενεργήσει εναερια επιτήρηση στην Αττική (σειρές 14η έως 19η της 76ης σελ. της εκκαλουμένης). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα όργανα του Πυροσβεστικού Σώματος, κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων τους, διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους πλέον ενδεδειγμένη. Μεταξύ των μέτρων που δύναται να επιλέξουν είναι και η εναέρια επιτήρηση, εφόσον αυτή είναι εφικτή, αφού ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο Κεφάλαιο 4 του Σχεδίου Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών Πυροσβεστικής Διοίκησης Αττικής του 2018 και δη οι προδιαγραφές διαθέσιμων πτητικών μέσων, η ένταση ανέμων, η διαθεσιμότητα δυνάμεων, το πλήθος των συμβάντων που έχουν εκδηλωθεί, η επικινδυνότητα αυτών, η σκοπιμότητα αξιοποίησης των διαθέσιμων εναέριων μέσων για πυρόσβεση αντί για επιτήρηση κ.α. Η επιλογή τους αυτή ελέγχεται μόνο ως προς την υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων ή την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, εφόσον από τις ενέργειες ή παραλείψεις τους αυτές επήλθε βλάβη στη ζωή, την προσωπικότητα και τα λοιπά ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Και τούτο διότι η ουσιαστική εκτίμηση από το διοικητικό όργανο των πραγματικών καταστάσεων που συνιστούν νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διοικητής πράξης, δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, παρά μόνον αν η εκτίμηση αυτή έχει σχέση με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, οπότε ελέγχεται μόνο η τυχόν υπέρβαση των άκρων ορίων αυτής. Εν όψει των ανωτέρω, εσφαλμένως έκρινε το Πρωτοδικείο ότι από την ανωτέρω διάταξη πηγάζει υποχρέωση του Π.Σ. να λαμβάνει το μέτρο της εναέριας επιτήρησης με μόνη προϋπόθεση να υπάρχει πολύ υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς.
(γ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε, στο ανωτέρω εδάφιο τη εκκαλουμένης, ως παράνομη τη μη προληπτική εναέρια επιτήρηση της Αττικής. Τα ανωτέρω έκρινε το Πρωτοδικείο εκ του αποτελέσματος, βασιζόμενο αποκλειστικώς στην τραγική κατάληξη της ένδικης πυρκαγιάς. Όμως, με το ισχύον νομικό καθεστώς, δεν θεσπίζεται «εγγυητική» ευθύνη του Δημοσίου προς κάλυψη οποιαδήποτε ζημίας ιδιώτη από οποιαδήποτε αιτία, αλλά αστική ευθύνη που συντρέχει μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ή εφόσον προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, θεσπίζουσες ευθύνη από διακινδύνευση (ΣτΕ 1049/2007, 2608/2006, 1052/2004). Τυχόν υιοθέτηση της άποψης ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε ζημία, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έλαβαν χώρα συγκεκριμένες παραλείψεις των κρατικών οργάνων, αλλά μόνο με βάση μία γενική μομφή ή κρίση περί «αδράνειας» οδηγεί σε κατάλυση του πιο πάνω ισχύοντος νομικού πλαισίου. Συνεπώς, δεν υφίσταται γενική ευθύνη του Πυροσβεστικού Σώματος και εν τέλει του Κράτους για την αποζημίωση κάθε είδους ζημίας που προκλήθηκε από πυρκαγιά.
(δ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε, στα παραπάνω αναφερόμενα αποσπάσματα, ότι το Π.Σ. μη νομίμως δεν πραγματοποίησε εναέρια επιτήρηση στην Αττική στις 23.07.2018. Και τούτο διότι, εάν είχε κρίνει ορθώς, θα είχε κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του Π.Σ. ότι η αδυναμία επιχειρησιακής αξιοποίησης επιπλέον εναερίων μέσων οφειλόταν «σε ανυπέρβλητες αντικειμενικές δυσκολίες, όπως […] τεχνικές βλάβες […] ισχυροί άνεμοι ….» (24ης σελ. και επ. του υπ’ αριθ. 70813 Φ. 109.1/2022 εγγράφου απόψεων του Π.Σ.). Περαιτέρω, από τα πορίσματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα (και όχι άπειρα) εναέρια μέσα, που είχε στη διάθεσή του το Π.Σ. την ημέρα εκείνη, είχαν ως κύριο σκοπό την συνδρομή στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, οι οποίες ανέρχονταν σε 14 (βλ. σελ. 10η και 11η του ανωτέρω εγγράφου απόψεων του Π.Σ.).
(ε) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε παράνομη την παράλειψη εναέριας επιτήρησης στην Αττική στις 23.07.2018. Και τούτο διότι αποδείχθηκε ότι τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που είχε στην διάθεσή της η Πυροσβεστική δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν λόγω των ισχυρών ανέμων. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα αεροσκάφη έχουν, σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους, όριο ανέμου τα 5 και 6 μποφόρ (σειρές 10η έως και 14η από το τέλος της 25ης σελ. του ανωτέρω εγγράφου απόψεων του Π.Σ.), αλλά κατά τον ένδικο χρόνο έπνεαν πολύ ισχυρότεροι άνεμοι (σελ. 6η και 7η του ιδίου ως άνω εγγράφου), που καθιστούσαν την αξιοποίησή τους αδύνατη.
(στ) Το Πρωτοδικείο μη ορθώς, αναιτιολογήτως και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι η μη εναέρια επιτήρηση στην Αττική στις 23.07.2018 ήταν παράνομη και ότι συνδέεται αιτιωδώς με την ένδικη ζημία, διότι αποδείχθηκε πρωτοδίκως ότι τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού Δημοσίου προέβησαν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες με σκοπό την προληπτική επιτήρηση από ξηράς των περιοχών υψηλού κινδύνου. Πράγματι, δεν υπήρχε έλλειμμα προληπτικής επιτήρησης. Το Π.Σ. είχε τεθεί σε κατάσταση επιχειρησιακής ετοιμότητας δευτέρου βαθμού δυνάμει της υπ’ αριθ. 1612 Φ. 702. 18/ 22.07.2018 Διαταγής του Διοικητική του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων (Ε.Σ.Κ.Ε.) και στο Σχέδιο Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών του έτους 2018, που βρίσκεται στη δικογραφία, καταγράφονται με λεπτομέρεια τόσο τα προληπτικά μέτρα (αντιπυρικές ζώνες, πυροφυλάκεια, σημεία υδροληψίας όπως κρουνοί και δεξαμενές, επίγεια και εναέρια επιτήρηση κ.α., που είχαν υλοποιηθεί και εφαρμόζονταν), όσο και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός αντιμετώπισης πυρκαγιάς.