Δέκα μήνες μετά την πυρκαγιά, την εκατόμβη θυμάτων και την καταστροφή περιουσιών εκατοντάδων κατοίκων, στις πυρόπληκτες περιοχές της Ανατολικής Αττικής, οι διαδικασίες για την αποκατάσταση των ζημιών έχουν επιστρέψει στον γνώριμο αργόσυρτο ρυθμό της ελληνικής πραγματικότητας. Τα καμένα σπίτια χάσκουν όρθια κουφάρια γιατί πρέπει να απομακρυνθεί ο αμίαντος. Αλλά και για εκείνα που ολοκληρώθηκε ο έλεγχος δεν υπάρχει συνεργείο να προχωρήσει η κατεδάφιση.
Οσα βρίσκονταν μέσα στο δάσος και κάηκαν απαγορεύεται να ξανακτιστούν και ας τα είχαν «τακτοποιήσει» οι ιδιοκτήτες τους πληρώνοντας αδρά στο ελληνικό κράτος. Τα πεύκα στις εκτός σχεδίου περιοχές απαγορεύεται από το δασαρχείο να καθαριστούν και ας αποτελούν δυνάμει πυριτιδαποθήκες. Η έναρξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου βρίσκει τους δρόμους στο Μάτι όχι μόνο το ίδιο απροσπέλαστους αλλά και γεμάτους καύσιμη ύλη εφόσον τα ξερά κλαδιά από τα καμένα περιμένουν ακόμα στοιβαγμένα. Ισως το χειρότερο από όλα είναι ότι οι άνθρωποι που έχουν επιλέξει να ζουν ανάμεσα στα πεύκα θεωρούν, παρά τα όσα έχουν συμβεί, ότι η Πυροσβεστική οφείλει να έρθει στο δικό τους σπίτι αμέσως μόλις ξεσπάσει το κακό, ενώ ελάχιστο έως μηδενικό ενδιαφέρον υπάρχει για τα σεμινάρια πυροπροστασίας που έχουν οργανωθεί στην περιοχή.
Οι Δήμοι Μαραθώνα και Ραφήνας, παρά την περυσινή τραγωδία –ή μήπως και εξαιτίας αυτής–, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών ζουν σε προεκλογικό κρεσέντο. «Σχεδόν κάθε σπίτι έχει και από έναν υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο. Ισως γιατί μετά τη φωτιά έγινε πιο εμφανές ότι αν δεν ξέρεις κάποιον, αν δεν έχεις τον άνθρωπό σου δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη», λέει στην «Κ» μόνιμος κάτοικος Ραφήνας, που μοιράζει φυλλάδια σε ένα από τα περίπτερα των υποψήφιων δημοτικών αρχόντων, τα οποία έχουν κατακυριεύσει την κεντρική πλατεία.
«Την περυσινή φωτιά την περίμενα, τη φοβόμουν κάθε καλοκαίρι από το 1995 και να που τελικά ήρθε», λέει στην «Κ» η κ. Λιάνα Κωνσταντίνου, μόνιμος κάτοικος Νέου Βουτζά εδώ και τριάντα χρόνια. Τα σημάδια ήταν πολλά, όπως εξηγεί, όμως κανένας δεν τους έδινε σημασία. Οι πυρκαγιές ξεσπούν κάθε καλοκαίρι, όμως μέτρα δεν λαμβάνονται. «Οταν ζεις σε ένα περιαστικό δάσος πρέπει να γνωρίζεις ότι είσαι δυνάμει πυρόπληκτος. Δεν κτίζεις μέσα στα πεύκα, το πεύκο καίγεται σε δευτερόλεπτα. Εμείς μπροστά στο σπίτι έχουμε φυτέψει συκιές και οπωροφόρα. Είχαμε και δεκαέξι πεύκα που κάηκαν εντελώς», διηγείται.
Οι υποχρεώσεις του πολίτη
«Τα πεύκα σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι κλαδεμένα, να μην ακουμπούν στο σπίτι. Οσοι έχουν σπίτια εκτός σχεδίου, το δασαρχείο απαγορεύει να αγγίξουν τα πεύκα». Οι υποχρεώσεις του πολίτη που ζει κοντά ή ακόμα περισσότερο μέσα στο δάσος είναι πολλές, για να υπάρχουν οι προϋποθέσεις να προστατέψει τον εαυτό του και την περιουσία του.
«Κάθε δεύτερη μέρα το καλοκαίρι πρέπει να σκουπίζεις το πούσι στον περίβολο του σπιτιού. Πρέπει οι κουρτίνες όλη την αντιπυρική περίοδο να είναι στην άκρη, να μην έχεις ξύλινα παράθυρα ούτε κεραμοσκεπή με ξύλο. Και κυρίως πρέπει να εκπαιδευτείς να μη σε πιάνει πανικός όταν αντικρίζεις τη φωτιά, για να μπορέσεις να σώσεις τον εαυτό σου και τους ανθρώπους σου. Η Πυροσβεστική εκείνη τη στιγμή είναι ένας Θεός που δυστυχώς είναι αναγκασμένος σε πολλές περιπτώσεις να διαλέξει ποιον θα σώσει. Αν κινδυνεύει μια κατασκήνωση θα πάει εκεί και ας καίγεται το δικό σου σπίτι», καταλήγει η κ. Κωνσταντίνου, που έχει εκπαιδευτεί στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων.
Αν οι κάτοικοι δεν ήταν και δεν είναι προετοιμασμένοι και ο δήμος μοιάζει να έχει ξεχάσει ό,τι συνέβη, αφήνοντας τα πράγματα στην τύχη: Λίγα μέτρα μακριά από το «οικόπεδο» που έχασαν τη ζωή τους 26 άνθρωποι βρίσκονται παρατημένα ξερά κλαδιά και κορμοί δέντρων. «Μήνες τώρα κανένας δεν τα μαζεύει», λέει ο κ. Τάσος Μπομπόνης, πολιτικός μηχανικός και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής για το Μάτι, που συστήθηκε πέρυσι τον Αύγουστο, ο οποίος έχει σπίτι στην περιοχή.
Στην αρχή τα προβλήματα λύνονταν ή τουλάχιστον φαινόταν ότι υπάρχει διάθεση να λυθούν. Κάποιοι από τις επιτροπές κατοίκων που οργανώθηκαν, απέκτησαν γραμμή επικοινωνίας με το γραφείο των υπουργών που εμπλέκονται με το Μάτι, οι οποίοι όμως είναι πολλοί. Για να προχωρήσει μια ενέργεια ή να αλλάξει κάτι χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη πολλών αρμοδίων πολιτικών προσώπων αλλά και υπαλλήλων της διοίκησης. «Ετσι, εμείς τρέχουμε γύρω γύρω. Τώρα ζητήσαμε να τοποθετηθεί ένας συντονιστής, αλλά δεν μας έχουν απαντήσει», επισημαίνει ο κ. Μπομπόνης.
Τους τελευταίους μήνες όλα μοιάζει σαν να έχουν κολλήσει στο ίδιο σημείο. «Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 ήταν το τελευταίο περιθώριο για να μαζευτεί ο αμίαντος από τα σπίτια. Ομως αυτή τη στιγμή έχει μαζευτεί μόνο από το 40% του συνόλου». Ετσι, πολλά σπίτια που είναι προς κατεδάφιση δεν μπορούν να κατεδαφιστούν εφόσον δεν έχει απομακρυνθεί ο αμίαντος… «Από την άλλη δεν έχουμε ποιος να κάνει τις κατεδαφίσεις», εξηγεί το αδιέξοδο. «Στην αρχή έγιναν κάποιες κατεδαφίσεις με δωρεές ιδιωτών. Μετά σταμάτησαν γιατί δεν υπήρχε φορέας να τις πραγματοποιήσει. Πριν από λίγες ημέρες ανατέθηκε το έργο στις “Κτιριακές Υποδομές”, δηλαδή τον πρώην ΟΣΚ», μας λέει ο ίδιος.
«Μου ζήτησαν 16 έγγραφα»
Ετσι και αλλιώς οι αυτοψίες για να καταγραφούν οι ζημιές πραγματοποιούνται με πολύ αργούς ρυθμούς. «Πριν από ένα μήνα ήρθαν στο σπίτι μου και ντράπηκα γιατί έχω μικρές ζημιές. Μου είπαν όμως ότι πηγαίνουν πρώτα στις εύκολες υποθέσεις για να ξεμπερδεύουν. Είναι απίστευτη η γραφειοκρατία», συμπληρώνει η κ. Λιάνα Κωνσταντίνου αναλογιζόμενη ότι της ζήτησαν να προσκομίσει συνολικά 16 έγγραφα.
Για όσους τα σπίτια τους κάηκαν αλλά ήταν εκτός σχεδίου μέσα στο δάσος τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα και περίπλοκα. «Κάποιοι είχαν πληρώσει για την τακτοποίηση των σπιτιών τους που ήταν αυθαίρετα. Τότε, όταν έκανες τακτοποίηση δεν ζητούσαν χαρτί δασαρχείου, τώρα όμως λένε ήταν μέσα σε δάσος και απαγορεύεται να το ξανακτίσεις. Ετσι, όσων το σπίτι δεν κάηκε, όλα μια χαρά, οι άλλοι δεν ξέρουμε τι θα γίνει», καταλήγει ο κ. Μπομπόνης.
Έντυπη